Παρασκευή, Οκτωβρίου 26, 2007

Η τελευταία εικόνα



Στον περιφερειακό Δήμο της μεγάλης πόλης, διοργανώνεται μια παρατεταμένη γιορτή στο τέλος κάθε σχολικής χρονιάς, με μαθητικές εκδηλώσεις. Σημαντικό τμήμα αυτών των εκδηλώσεων αποτελούν οι θεατρικές παραστάσεις που ανεβαίνουν στην σκηνή του δημοτικού θεάτρου στα μέσα Ιουνίου.
Φέτος η πρεμιέρα συνέπεσε με μια ζεστή βραδιά. Όλη την ημέρα γινόταν ένας αγώνας δρόμου από τους τεχνικούς που ανέλαβαν την συντήρηση των κλιματιστικών μηχανημάτων, ώστε η παράσταση να γίνει σε δροσερό περιβάλλον.
Το γιατί έπρεπε η συντήρηση των μηχανημάτων να γίνει την ημέρα της πρεμιέρας, είναι ένα αυτονόητο ερώτημα, του οποίου η απάντηση χάνεται από γραφείου σε γραφείο του δημοτικού καταστήματος.
Αριθμοί πρωτοκόλλων, εκθέσεις επιτροπών, εισηγήσεις υπηρεσιών, αναζήτηση οικονομικών προσφορών, προθεσμίες συνεδριάσεων του δημοτικού συμβουλίου. Το κυριότερο: άρση των διαφωνιών όσων εμπλέκονται με τον καθορισμό της διαδικασίας, η οποία θα επιτρέψει στο τέλος στον τεχνίτη που θα δουλέψει, κάποτε να πληρωθεί.
Την συγκεκριμένη ημέρα πάντως ο τεχνίτης δούλεψε πριν ολοκληρωθεί η τυπική διαδικασία και χωρίς να έχει επίγνωση της περιπλοκότητάς της. Την ευθύνη της παρατυπίας ανέλαβε ο νέος αντιδήμαρχος που δεν μπορούσε να διανοηθεί την παράσταση σε συνθήκες καύσωνα.
Την επιπλοκή πάντως δεν την απέφυγε, επειδή την κρίσιμη στιγμή ο διακόπτης αρνήθηκε να θέσει σε λειτουργία το σύστημα και η βραδιά έπρεπε να ξεκινήσει με την αγωνία του αντιδημάρχου για το αν θα προλάβει να έρθει ξανά ο τεχνίτης για να επιληφθεί του προβλήματος το οποίο με την σειρά του έπρεπε να ήταν αντιμετωπίσιμο. Έτσι ο αντιδήμαρχος αντί για πολιτική ομιλία και διθυράμβους είπε την αλήθεια στους θεατές, ζητώντας την υπομονή όλων και προσβλέποντας στην έκπληξη της δροσερής αύρας που ίσως ερχόταν κάποια στιγμή από το πεισματάρικο μηχάνημα.
Πράγματι, με το άνοιγμα της αυλαίας, η αύρα της τεχνολογίας ήρθε.
Η παράσταση ξεκίνησε και έκρυβε μια ευχάριστη έκπληξη, την δεύτερη της βραδιάς. Ο δάσκαλος που ανέλαβε την σκηνοθεσία, κράτησε και το βασικό ρόλο για τον εαυτό του. Στην αρχή, αυτή η διαπίστωση ξένισε τους θεατές. Στην πορεία όμως αποδείχτηκε πως η κίνηση αυτή ήταν μια πολύ σωστή παιδαγωγική κίνηση. Ο δάσκαλος έγινε παιδί με τα παιδιά καθοδηγώντας τα στην θεατρική περιπέτεια.
Η διανομή των ρόλων, οι παρεμβάσεις στο κείμενο, το μπόλιασμα με την επικαιρότητα και η αναφορά ακόμη και σε γεγονότα τοπικής σημασίας, φανέρωναν έναν ταλαντούχο άνθρωπο που αγαπούσε τη δουλειά του. Χρησιμοποίησε με την ίδια αγάπη και φροντίδα παιδιά με κάθε είδους ανατομικές ιδιαιτερότητες.
Είναι σίγουρο πως πρέπει να έδωσε όλη τη χρονιά, καθώς προετοίμαζε το έργο, δύσκολο αγώνα για να καταφέρει τους ηθοποιούς του να ξεπεράσουν ανασφάλειες σχετικές με το πάχος τους, το ύψος τους, την εκφορά του λόγου τους, την κίνησή τους. Φαινόταν καθαρά πως τους προετοίμασε για μια γιορτή κι ένα ξεφάντωμα στο οποίο αφήνεσαι, δεν προσποιείσαι.
Κάποια στιγμή, ένα κοριτσάκι παραπάτησε κι έπεσε, λίγα μόνο λεπτά μετά την είσοδό της στη σκηνή. Ο πόνος που το διαπέρασε φάνηκε στο προσωπάκι του και στα δακρυσμένα ματάκια του. Καλύφθηκε πίσω από τη βαλίτσα που απαιτούσε ο ρόλος του και έψαχνε με το βλέμμα του πίσω από τις κουΐντες.
Ο δάσκαλος ήρθε στη σκηνή, γονάτισε και αγκάλιασε τη μικρή μαθήτρια, αντάλλαξαν κάποιες ατάκες, μέχρι που η ανάσα του κοριτσιού να αποκτήσει σταθερό ρυθμό παρόλο που ο μορφασμός του πόνου δεν το εγκατέλειψε στιγμή. Όλοι αναρωτιόντουσαν για το αν αυτό που έβλεπαν ήταν σκηνή του έργου ή ένα απρόοπτο συμβάν για το οποίο, οι πρωταγωνιστές του, επέλεξαν τον συγκεκριμένο τρόπο να το αντιμετωπίσουν.
Η παράσταση εξελίχθηκε κανονικά, η μαθήτρια έμεινε για περισσότερη από μισή ώρα πάνω στην σκηνή, γεγονός που δίνει μιαν άλλη διάσταση στις αντιδράσεις της την στιγμή του ατυχήματος.
Όταν όλοι στην αίθουσα ηρέμησαν και ξαναμπήκαν στον ρυθμό της παράστασης και μπορούσαν να απελευθερώσουν για λίγα δευτερόλεπτα το βλέμμα τους από το κέντρο της υπερυψωμένης σκηνής, είδαν στην άκρη της, στο ημίφως, μια γυναίκα γαντζωμένη στα σανίδια να κοιτάει με αγωνία τα όσα διαδραματίζονταν κάτω από τους προβολείς. Μάλλον η μάνα του κοριτσιού.
Τέλος καλό όλα καλά. Η παράσταση τελείωσε ομαλά, αν όχι θριαμβευτικά.
Όλοι ήταν χαρούμενοι.

Όλοι εκτός από τον κύριο που καθόταν δίπλα στον αντιδήμαρχο.
Ο κοντούλης αυτός κύριος έφτασε στο θέατρο, ασθμαίνων, λίγο πριν ανέβει στο βήμα ο αντιδήμαρχος. Κατευθύνθηκε στην πρώτη σειρά των καθισμάτων. Του αντιδημάρχου του φάνηκε πως ο νεοφερμένος τον κοίταξε αυστηρά.
Το συνδύασε με την εμφάνισή του και δεν έδωσε περισσότερη σημασία. Εμφάνιση ψευδομαχαλόμαγκα με σαφείς αναφορές στην μόδα των ξενυχτάδικων. Λευκή πανταλόνα μέχρι πριν τον αστράγαλο, παπουτσάκι χωρίς κάλτσα, ή κάλτσα που δεν προεξέχει του παπουτσιού, μαύρο πουκάμισο ανοιχτό χαμηλά προβάλλοντας ένα άτριχο στήθος. Λεπτός χωρίς περιττά κιλά, προφανώς για να του κάθονται τα ρούχα της βιτρίνας. Τσίχλα στο στόμα.
Με το που κάθισε, γύρισε προς τα πίσω, στην τρίτη σειρά των καθισμάτων και μίλησε σε κάποια. Σύζυγο; Φίλη;
Μάλλον φίλη αν κρίνει κανείς απ’ την στιχομυθία που αντάλλαξαν.
- Μόλις που πρόλαβα. Δεν είμαστε όλοι δημόσιοι υπάλληλοι, είπε ο μαγκάκος.
- Και πού να ’ξερες ότι είμαι και με δύο ημέρες ρεπό, απάντησε η άλλη.
Σε όλη την διάρκεια της παράστασης, κοντά στο δίωρο, δεν έκανε με κανένα τρόπο αισθητή την παρουσία του. Έμοιαζε να ’ναι αφοσιωμένος στο έργο ή χαμένος στις σκέψεις του.
Με το φινάλε όμως και καθώς τα παιδιά χαιρετούσαν το κοινό και αγκαλιάζονταν με το δάσκαλό τους απολαμβάνοντας έναν θρίαμβο που εκφράζονταν με ολόθερμα χειροκροτήματα από την πλατεία, έδειξε κάτι περίεργα σημάδια ανησυχίας και του αντιδημάρχου του φάνηκε πως τον άκουσε να ψελλίζει ένα όνομα.
Ο μαγκάκος γύρισε έντρομος προς τη φίλη του.
- Δάσκαλος είναι; Δηλαδή κάνει μάθημα στα παιδιά μας; Αυτός, κάνει μάθημα στα παιδιά μας; Πώς τον λένε; Μήπως τον λένε Κούλη;
Καταιγιστικά, αγχώδη ερωτήματα, χωρίς να περιμένει απάντηση. Η οποία όμως, δυστυχώς γι’ αυτόν, ήρθε.
- Ευσταθίου. Κυριάκος Ευσταθίου.
- Ώχ! Κυριάκος. Δηλαδή Κούλης. Κυριακούλης, Κούλης. Αυτός είναι. Το χαϊδευτικό του, στη νύχτα, είναι Κούλης.
Και σώπασε κάτωχρος.
Περίμενε σε αναμμένα κάρβουνα να τελειώσει ο αντιδήμαρχος την απονομή κάποιων αναμνηστικών στα παιδιά. Αμέσως μετά, με αγριεμένο βλέμμα, έκανε νόημα σ’ ένα αγοράκι να κατέβει από τη σκηνή.
O αντιδήμαρχος άκουσε ολόκληρη τη στιχομυθία. Και φυσικά, μετά το πρώτο ξάφνιασμα, αρκετά ισχυρό στ’ αλήθεια, θεώρησε απίθανο το ενδεχόμενο που υπαινίχτηκε τόσο καθαρά ο μαγκάκος.
Όχι επειδή δεν θα μπορούσε ο δάσκαλος να έχει διπλή ζωή, αλλά επειδή δεν μπορούσε να χωνέψει, ο αντιδήμαρχος, πως ο διπλανός δεν κατάλαβε τίποτε επί δύο ώρες, ενώ ο δάσκαλος στην σκηνή, έκανε του κόσμου τις κινήσεις και τις γκριμάτσες, μιλούσε σε όλες τις διαβαθμίσεις της έντασης και της χροιάς της φωνής του˙ χαρούμενα και λυπημένα, με οργή αλλά και με έκπληξη, απειλητικά μα και ταπεινά.
Τι ήταν αυτό, το τόσο καθοριστικό, που έπεισε τον μαχαλόμαγκα πως ο δάσκαλος δεν είναι μόνο δάσκαλος;
Αυτή η απορία λειτουργούσε καθησυχαστικά στον αντιδήμαρχο, κάνοντάς τον ολοένα και περισσότερο να πιστεύει πως ο τσίφτης της γειτονιάς, με τις νυχτερινές γνωριμίες, έπεφτε έξω. Σίγουρα έκανε λάθος. Και όσο για το όνομα, μάλλον σύμπτωση. Εξ’ άλλου δεν είναι απαραίτητο το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο κάποιου να προκύπτει με λογικό τρόπο από το κύριο όνομα, ειδικά όταν υπάρχει κάτι μεμπτό να καλυφθεί. Για να μην πούμε ότι το Κούλης θα μπορούσε να βγαίνει κι από το … Αλέκος, κι από το …

Κι όσο, ο αντιδήμαρχος δεν έβρισκε με ευκολία, ονόματα που να δίνουν σαν χαϊδευτικό το Κούλης, τόσο συνειδητοποιούσε πως το αγκάθι είχε χωθεί για τα καλά στο δάχτυλό του κι όσο το σκάλιζε για να το βγάλει τόσο πιο πολύ τον ενοχλούσε.
Η εξαίσια εικόνα της απολαυστικής παράστασης θόλωσε από το μελάνι της ασπρόμαυρης σουπιάς, κι όπως είναι γνωστό η τελευταία εικόνα είναι αυτή που μένει.


Υ.Γ. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι τόσο πραγματικά όσο ακριβώς και φανταστικά. Η φωτογραφία είναι της Erika Lujano

1 σχόλιο:

George Holiastos είπε...

Γεωργίου Χολιαστού
ΑΜΒΟΛΟΓΗΡΑ





Copyright: PAu 1-684-227
Γιώργης Χολιαστός






Παν μοι συναρμόζει,ο σοι ευάρεστον εστίν,ω
κόσμε' ουδέν μοι πρόωρον ουδέ όψιμον το σοι
εύκαιρον' παν μοι καρπός,ο φέρουσιν αι σαι
ώραι,ω Φύσις' εκ σου πάντα,εν σοι πάντα,εις
σε πάντα...
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ













Αν ήμουνα βασιλιάς θα έδινα το θρόνο μου για
ένα συμπαθητικό κύτταγμα μιας ωραίας
γυναίκας.Κι αν ήμουνα θεός θα έδινα τη
θεότητά μου για ένα της φιλί.

ΒΙΚΤΩΡ ΟΥΓΚΩ















Η ΝΤΟΡΑ


Το θάμα που όταν πεις Ντόρα γυρίζει και σου απαντάει,το είδα στόνειρό μου τη νύχτα της εικοστρείς προς εικοστέσσερες Ιούλη του χίλια εννιακόσα εννενήντα δύο. Και έμεινα κοντά του έξη μήνες.Και έγινα η σκια
του.Και όταν του εγύρεψα αγάπη μου είπε τι ναγαπήσω από μια σκια.

'Οταν εξύπνησα είχανε μαζευτεί μέσα μου λόγια που με καίγανε.Και επήρα μολύβι,και επήρα και χαρτί να πλώσω τη φωτιά μου απάνου του,αλλά το χαρτί μου έφευγε από το χέρι.Και το ίδιο και το μολύβι.Και δεν ήξερα τι να
κάνω γιατί δεν είχα άλλον τρόπο να ησυχάσω.Και θα επέθαινα γιατί δεν είχα κανένανε να του μιλήσω.

Εκεί κοντά στη γειτονιά μου ήτανε το άγαλμα ενού νεαρού πρίγκηπα που λένε πως επέθανε από την πολλή του αγάπη για μια γυναίκα που δεν τον ήθελε.

Και εγύρισα τη φωνή μου στο άγαλμα.

Και εκείνο δεν επερίμενε δεύτερη κουβέντα.Εκατέβηκε αμέσως από το στήσιμό του και ήρθε μαζί μου στο σπίτι μου. αι από ένα κόψιμο που έκανε στο δέρμα μου,μπροστά,από το κεφάλι ίσαμε ανάμεσα από τα σκέλια μου,εμπήκε μέσα μου ολόκληρο και με εξανάκλεισε.

Και για ώρες μετά εκαταλάβαινα τα κόκκαλά μου να ανοίγουνε και μέσα τους να μπαίνουνε τα δικά του.Και το ίδιο έγινε και με τα μούσκουλα και με όλα μου τα σπλάχνα.Και όλη τη νύχτα δεν εκοιμήθηκα από τα μαστορέματα.

Το άλλο πρωί επήρα το χαρτί στα χέρια μου και το χαρτί μου εστάθηκε.Και δεν εστάθηκε στο δικό μου το χέρι αλλά στο χέρι από το άγαλμα.Και το μολύβι στο χέρι από το άγαλμα εκρατιότανε.

Λαι άρχισα να γράφω.Και δεν έγραφα εγώ.Ούτε ήμουνα εγώ.Και οι άλλοι δεν εκαταλάβανε τίποτα από όλα τούτα που μου εγίνανε,γιατί το άγαλμα ήτανε ακόμα στη θέση του.



ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΓΡΑΦΩ ΤΟΥΤΟ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ


Αυτά που γράφω τούτο τον καιρό
τα γράφω για τη Ντόρα
του Πόθου,των Φιλιών,των Αστεριών'
Αυτά που γράφω τούτο τον καιρό
τα γράφω για τη Ντόρα
της Αφοσίωσης,της Πλήξης,της Σιωπής,
των Χαρωπών Χειλιών.
Αυτά που γράφω τούτο τον καιρό
τα γράφω για τη Ντόρα
των Διηγήσεων,των Ιμέρων,των Πεισμάτων,
των Παιχνιδιάρικων Μαλλιών'
τη Ντόρα των Απύθμενων Ματιών'
τη Ντόρα των τελείων καμπυλών,
των ανυπέρβλητων κνημών και των Λευκών βραχιόνων.
Τη Ντόρα της Ανάμνησης,της Γνώσης,της Σοφίας.
Της Ευπιστίας,της Πονηριάς,και της Ευαισθησίας.
Της Χάρης,της Ευγένειας,και της 'ποκρισίας.
Αυτά που γράφω τούτο τον καιρό
τα γράφω για τη Ντόρα
των Δισταγμών,του Φόβου,της Δειλίας,
του Φωτεινού Προσώπου,του Χαμού,της Απορίας'
τη Ντόρα της Εξάρτησης και της Αδυναμίας'
των Πεθαμένων Σπουργιτιών,των Προτρεχόντων Λόγων.
Τη Ντόρα την Απρόθυμη,την Πονηρή,την Ψεύτρα.
Τη Ντόρα της Ευπρέπειας,της Γλύκας,της "αγήνης.
Τη Ντόρα της Απόγνωσης,της Πίκρας,της Αγνοίας.
Αυτά που γράφω τούτο τον καιρό
τα γράφω για τη Ντόρα
των Ευκαλύπτων,των Αητών,και των Ψηλών Ελάτων.
Των Πελαργών,των Υαινών,και των Ιπποποτάμων.
Των Ρόδων,των Ποδήλατων και των Ερπυστριών.
Αυτά που γράφω τούτο τον καιρό
τα γράφω για τη Ντόρα
της Σκέψης της Αφτέρωτης,του Νου του Πετρωμένου.
Των Οιμωγών,της Οίησης,και της Ανυπαρξίας.
Τη Ντόρα την Ανέμελη και της Μελαγχολίας.
Τη Ντόρα της Απώλειας και της Αλαζονείας.
Αυτά που γράφω τούτο τον καιρό
τα γράφω για τη Ντόρα
των Ιεροσύλων Πράξεων και Λόγων,
τη Ντόρα των Ελπίδων της,των Τύψεων,και των Κρυφών της Πόνων.
Αυτά που γράφω τούτο τον καιρό
τα γράφω για τη Ντόρα-
τη Ντόρα της Απόγνωσης'
τη Ντόρα της Ανώνυμης Οδού-
της Απωλείας.
Αυτά που γράφω τούτο τον καιρό
τα γράφω για τη Ντόρα
των Εκατόν εφτά λιβρών
τη Ντόρα του εννενήντα
τη Ντόρα του Λος Άτζελες
τη Ντόρα της COVELLO.



ΑΘΗΜΕΡΝΕ ΜΟΥ


Το "σ' αγαπώ" το έγραψες με όμικρον
και το ετόνισες με οξεία'
α! δέρνει τον ελληνισμόν τον απόδημον
πολλή ανορθογραφία!

Το "σ' αγαπώ" καθημερνέ μου θάνατε
γράφεται με φιλιά.και παίρνει
(τίποτα στο σχολείο σας δε μάθατε;)
όχι οξεία ή περισπωμένη

αλλά στο ύστατο φιλί μιαν αιωνιότητα'
κι αυτά όχι για λόγους στίξης
μα για να ξέρεις πού θα έβγεις αν αρώτητα
το δρόμο της αγάπης θα τραβήξεις.



ΜΟΥ ΧΡΩΣΤΑΣ

Μια νύχτα θα σπάσω του τάφου μου
το κρύο το μάρμαρο κι άσπρο
και θα 'ρθω του μύρου σου του άγουρου
κι αβρού να κουρσέψω το κάστρο.

Θα ρθώ μία νύχτα,κι αδιάφανος,
με τόλμη θα μπω στο κορμί σου-
τα χρέη δεν ξεγράφει ο θάνατος
κι εσύ μου χρωστάς το φιλί σου.




ΝΑ ΜΟΥ ΧΑΡΙΣΕΙΣ

Κι αν μου στίψεις το κεφάλι
την ψυχή κι αν θα μου γδάρεις
ουτ' ευχή δε θα 'βρει πάλι
από μένανε να πάρεις.

Λες και πάντα ήταν για μένα
δεκατέσσερες Φλεβάρη
σου τα εχ' όλα δοσμένα
και μου τα 'χεις όλα πάρει.

Έτσι αν θέλεις του εθίμου
τη σειρά να συνεχίσεις
πρέπει του άγιου Βαλεντίνου
κάτι εσύ να μου χαρίσεις.



ΣΤΟ ΜΙΚΡΟ ΚΑΝΑΠΕ

Στο μικρό καναπέ καθισμένη
σαν φλογίτσα μικρή αναμμένη
και τρεμίζανε τ' άσπρα της κρέατα
απο το κρύφιο καρτέρεμα του έρωτα.

Στο μικρό καναπέ ξαπλωμένη
πυρκαγιά τρομερή φουντωμένη-
πόδια,μάγουλα,στήθη της έκαιγαν
και τα χείλια δεν ήξεραν τι έλεγαν.

Στο μικρό καναπέ κοιμισμένη
σαν φωτιά που 'ναι μόλις σβυσμένη'
που και που κάτι σπίθες τινάζονται
και τα κρέατα τ' άσπρα τραντάζονται.



ΧΤΕΣ

Χτες η αγάπη είχε γίνει φως
που μ' όλα τα τριγύρω στέρια δένει'
σαν ένα τόπι ο ήλιος αλαφρός
ανάμεσα ουρανό και οικουμένη.

Χτες ένα σύννεφο ήταν η χαρά
ολάσπρο,ευτυχία πλημμυρισμένο
που κράταε στ' ανοιχτά του τα φτερά
του δειλινού το ρόδο το ανοιγμένο.

Χτες μία στάλα ήταν η ζωή
ωσάν αυτές που πέφτουν απ' τα φύλλα
όταν του κρύου αγέρα η πνοή
με φρίκη τα δονεί κι ανατριχίλα.

Της ύπαρξής μας χτες το μυστικό
στα πάνωθέ μας χάη εφανερώθη,
μας έγνεψε για λίγο θριαμβικό
και πάλι το σκεπάσανε οι πόθοι.

Χτες στης αγάπης μου την αγκαλιά
ο έρως ζωηρός είχε φωλιάσει
κι από τ' αυθάδη του τα φιλιά
κοκκίνιζεν εκείνη σαν κεράσι.

Χλωμή εχτές μια μάσκα από κερί
κρεμόταν απ' του κόσμου το μπαλκόνι'
κι έβλεπες ένα γέλιο να φορεί
και κάτω από το γέλιο της να λιώνει.



ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΑΚΟΜΑ

Θα 'ρθει ο καιρός τα χέρια μου
να 'ναι άσαρκα και κρύα'
αυτή θα είναι τότε μια
πολύ γρηά κυρία

και με τη μνήμη οδηγό
γυρνώντας πάλι πίσω
θα λεει: "πώς έτσι έγινε
να μη τον αγαπήσω;"

Θα 'ρθει ο καιρός το στόμα μου
να 'ναι γεμάτο χώμα
αλλά για με δε θα πονά
ούτε και τότε ακόμα.




ΑΥΤΟ

Η πρώτη ύλη που 'φτιαξε τον άνθρωπ' ο θεός
δεν πρέπει να 'ταν χώμα'
πρέπει αυτός να ήτανε βαφέας κραταιός
και κείνη να 'ταν χώμα.

Και ούτε τον εφύσηξε όπως λένε τρεις φορές
ψυχή για να του δώσει
μα το λιπώδες του έκδοχο ή κι ίσως το υδαρές
απλά για να στεγνώσει.

Αυτή 'ναι η εξήγηση που μέσα σα βρεθώ
σε μαγαζί χρωμάτων
στη μυρωδιά τρελλαίνομαι-στην αίσθηση μεθώ
των τόσων αρωμάτων.

Κι όταν περνώντας κτίρια που φρέσκα έχουν βαφτεί
το βήμα μου βραδύνω
σ' αυτό με σπρώχνει ασύνειδα η ιδέα μου αυτή-
το πάθος μου εκείνο.

Αθώο πάθος.Όμορφο. Αγνό.Σαν παιδικό.
Μπορρώ να το κορέσω'
μα το ανόσιο πάθος μου για κείνην,το βραχνό,
αυτό,πώς θα μπορέσω;



ΑΡΡΩΣΤΗ

Έχετε δει αηδονάκι βραχνιασμένο;
Άγγελο ίσως με πυρετό;
Φεγγάρι σε κουβέρτες διπλωμένο;
Ήλιο με τάση για εμετό;

Έχετε δει δυο μαύρα καρβουνάκια
ενώ γελάνε μαζί να κλαιν;
Δυο του γιαλού ροζ κοχυλάκια
κόκκινα να 'ναι και να καιν;

Α! Η αγάπη μου είναι κρυωμένη!
Ό,τι μου έδινε ρίγος ριγεί.
Και θα υποφέρει για πολύ η καϋμένη
γιατ' η ανάρρωση θα 'ν' αργή:

ένα μικρόβιο μέσα της εμπήκε
με το γνωστό του σφρίγος κι ορμή
και πώς θα φύγει τώρα που εβρήκε
τέτι' αγκαλίτσα-τέτιο κορμί..



ΒΑΦΤΙΣΙΑ ΣΤΟ ΛΟΣ ΑΝΤΖΕΛΕΣ

Τα μάτια της γεμίσαν την εκκλησιά'
τα δάκρυα της θα φέρναν κατακλυσμό
και οι πιστοί απορήσαν που ξαφνικά
ενιώσαν τέτιον μέγα συνωστισμό.

Ντυμένη το φουστάνι το γιορτινό
τα βλέμματα τραβούσε όλων εκεί'
όμορφη αυγούλα εγίνει το δειλινό
κι η σκοτεινή φωτίστηκε Αμερική.

Σε λίγη ώρα μόνο ήταν νουνά'
ο μπούστος ο σφιχτός της είχε βραχεί'
και έρρεε ακράτητο στα βουνά
το σπέρμα του πανάγαθου σαν βροχή.




ΔΙΣΤΑΚΤΙΚΗ

Μες στ' όνειρό της θα 'θελα να μπω,κι ένα φιλί
ερωτικό να έδινα στο ροζ μικρό της στόμα.
κι απότομα να ξύπναγε αυτή και πελιδνή
ν' αναζητούσε λυτρωμό απ' το που θα 'καιε στρώμα.

Και το πρωί όταν θα 'ρχονταν θα 'θελα να κυττά
φωνές και ήχους και μορφής σημάδια να ταιριάσει
και της νυχτιάς τον άλυπο εραστή καθώς ζητά
στις ρίζες της λατρείας μου της άπειρης να φτάσει.

Και να την έβλεπα ήθελα καθώς διστακτική
να σκαρφαλώνει θα 'ρχιζε γεμάτη δυσπιστίες
στο δέντρο μου-εδώ 'γγίζοντας,μυρίζοντας εκεί
τις άγνωστές της ψάχνοντας ν' αναγνωρίσει αξίες.

Τ' αλάθητα έτσι άμαθη χνάρια να προσπερνά
το τάσι άδειο να θαρρεί που έρωτα 'ξεχείλα
κι απελπισμένη απ' του κορμού τη μέση να γυρνά
ενώ θα τρέμουν-θα πλαντούν-θα σκούζουνε τα φύλλα.



ΓΥΝΑΙΚΑ

Απ' τη στιγμή που βάθυνε η ανάρηχη ματιά σου-
απ' τη στιγμή το παιδικό που έπαψε τραγούδι-
απ' τη στιγμή που πλάτυνε-που θέριεψε η άγνοιά σου-
απ' τη στιγμή που ξάνθινε το βελουδένιο χνούδι'

απ' τη στιγμή που αρώτητα δηλώνεις: "έχω φίλο!"
ενώ ουτ' ανάσασμα αντρικό δε σ' έχει ακόμ' αγγίξει'
απ' τη στιγμή που τον Αδάμ ταυτίζεις με το μήλο,
το φόβο με το σκίρτημα,τον πόθο με την πλήξη'

απ' τη στιγμή που όταν κανείς τ' ωραίο σου κορμάκι
κυττάξει μ' ένα νόημα ως τότε άγνωστό σου
εσύ μετέωρη στέκεσαι κι αμήχανη λιγάκι
πριν όλο ανίσχυρο θυμό κλειστείς στο δωμάτιό σου'

απ' τη στιγμή που έξαφνα το σπίτι μεγαλώνει
κι η μάνα είναι βαρετή και ξένος ο πατέρας'
απ' τη στιγμή που θα σκεφτείς το στήθος που αβγαταίνει
ότι δεν είναι κτήμα σου μα της αγάπης γέρας'

απ' τη στιγμή που προσμετράς γυμνή τα θέλγητρά σου
κι ενώ είναι είκοσι εσύ τα βρίσκεις μόνο δέκα
αντίο τότε πες μικρή σ' όλα τα παιδικά σου
και σ' όλη την αξία σου-πια έγινες γυναίκα.



ΓΙΑΤΙ ΤΗΝ ΕΝΟΧΛΟΥΣΕ

Εβγήκε απ' την πισίνα' το κορμί της το χυτό
δε χόρταινα κρυμμένος να κυττώ.
Η Δύση έστελνε ολοπόρφυρες ανταύγειες
στις κάσσες των ελπίδων μου τις άδειες.

Έφερε γύρω το δωμάτιο σκεφτική
(χωρίς να ξέρει ότι εγώ ήμουνα εκεί)
και το στηθόδεσμο που πάνω της κολλούσε
τον τσίμπαγε γιατί την ενοχλούσε.



Ο ΠΛΑΤΑΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΡΥΑΚΙ

Δισαίωνε γερο-πλάτανε με τον κορμό σαν δώμα
με τις βαθιές τις ρίζες σου θεμέλιο μες στο χώμα
και τα πλατιά τα φύλλα σου πράσινα κεραμίδια
πώς με το ρυάκι το μικρό τρελλά κάνεις παιχνίδια..

Μικρούλι,γιορτορόδινο και μοσχομυρισμένο
κι άμαθο το 'βρες,κι άμπορο να φύγει το καϋμένο
και της αψιάς του Ανατολής το ρόδινο μεθύσι
με τη δική σου εταίριαξες ματοβαμμένη Δύση.

Εκείνο,πρωταγάπητο,με μάτια λιγωμένα
στα γέρικά σου ορκίζεται κλαδιά τα ροζιασμένα
και τα δροσά,και τα φιλά,και τα γλυκοποτίζει
γιατ' η σκιά σου η βαριά το νιο του νου ζαλίζει.

Και συ με πάθος το ρουφάς και το γλυκοδαγκώνεις
και τ' αγκαλιάζεις,το φιλάς,και μ' έρωτα το ζώνεις
και τ' αποσβυούν τα χάδια σου,το λυώνουν τα φιλιά σου
και όλη τη ζωντάνια του την πιν' η αγκαλιά σου.

Και δέχονται τα στήθη του την γέρική σου φλόγα
και χαίρονται τα χείλη σου τη μελαψή του ρόγα
και γδύνεις το απ' τα ρούχα του και ντύνεις το με πάθος
που απ' των ριζών σου τρίδιπλο-τετράδιπλο έχει βάθος.

Ανάμεσα στ' αφρόπλαστα,κρουστά,λευκά του πόδια
λεύτερο βρίσκεις το στρατί από γνιασιές κι εμπόδια
και παίρνεις την αγνότητα και κλέβεις τη δροσιά του
του ρυακιού όπου κυλά στα φύλλα σου αποκάτου.

Το σκέλεθρο κουφάρι σου απάνω του αργογέρνεις
τ' αβρό κορμάκι του τρυγάς και τη δροσιά του παίρνεις'
κι εντός του αγριοπλέκοντας τα καρπερά σου μήλα
θολώνεις το νεράκι του που κρύσταλλο εκύλα.

Κι ως το λιγαίνεις το φυράς και το γλυκοβατεύεις
κι ως τα ματάκια του τα δυο τα μαύρα δυναστεύεις
κι ως δεν τ' αφήνεις σε στασό,ξεκούραση κι ανάσα
θα του γενεί το ξύλο σου η νεκρική του κάσσα.

Πλάτανε,η ευτυχία σου τη δυστυχιά μου αξαίνει
κι η ζήλεια από τον πόθο μου πιότερο με πεθαίνει'
Πλάτανε,το πριόνι μου θάνατος θα σου γίνει
αφού τα ίδια δεν μπορώ να κάνω εγώ με κείνη.



ΠΛΑΤΑΝΟΣ KΑΙ ΠΟΑ

Ο αψηλός ο πλάτανος αγάπησε την πόα.
"Ιδές-ιδές" της έλεγε κι ο αγέρας αχολόα
"Ιδές-ιδές τις ρίζες μου πώς θέλουν τις δικές σου
ιδές-ιδές τα φύλλα μου πώς τρέμουν πάνωθέ σου.

Μικρούλα πόα δώσε μου το ποθητό φιλί σου
χυμοί μου να μου γίνουνε οι δροσεροί χυμοί σου
με τις χλωρές μου η νιότη σου να σμίξει τις κορφάδες
κι απέκει αξεχώριστες να γίνουν αδερφάδες.

Να γίνω νιούτσικο δεντρί που μόλις ξεπετιέται
που εντός του το έγνιασμα της γης ακόμα να γρικιέται
μ' ένα φιλί σου δεύτερο να σβύσω-να πεθάνω-
του σπόρου να 'χω τη μορφή-σαν κείνον να λιγάνω

και μ' ένα τρίτο να χαθώ και ούτε σπόρος να 'μαι
στου Ανύπαρκτου τα ύφαλα δεμένος να κοιμάμαι-
και μη δεν ειν' τάχα νεκρό κείνο που δε 'γεννήθη-
που δε μετρήθηκε ποτέ στων ζωντανών τα πλήθη;

Και τι τη θέλω τη ζωή αν συ δε με προσέχεις
αν γι άλλον έρωτα γλυκό κι όχι για μένα έχεις;
Αφού με τα χειλάκια σου δε θέλεις να με ζήσεις
τουλάχιστο το θάνατο μ' εκείν' ας μου χαρίσεις.

Τίναξ' απ' τα χεράκια σου του δισταγμού τη σκόνη
που μακριά μου τα κρατεί και με διπλοσκοτώνει
και άστα στο φλεγόμενο ν' απλώσουν το κορμί μου
και να μου κόψουν τη φωτιά-να σβύσουν την ορμή μου.

Τα μάτια σου άσε ορθάνοιχτα να βλέπουν ό,τι θέλει
ό,τι ποθεί να βλέπεται απ' τα κρυφά τα μέλη-
άσε τα πόδια σου ν' ανοιούν,τα χείλια σου να πίνουν
τα στήθη σου,αναίσθητα,ν' απλώνουνε-να σμίγουν.

Δος μου καλή μου τα φιλιά και τα χρυσά σου χάδια
λάμψε στης κρύας ζήσης μου τα τρομερά σκοτάδια
δος μου την πρώτη τη ματιά την ύστατη την ώρα
δος μου μικρή μου-δώσε μου τα ολάκριβά σου δώρα.

Στης ίδιας είμαστε της γης το χώμα ριζωμένοι
ίδιος αγέρας μας φυσά και μοίρα ίδια μας δένει
ίδια μας φέρνει 'παντοχή,κι ίδια μας παίρνει βιάση
κι αν έρθει ο χείμαρρος και σε και μένα θα χαλάσει.

Μέγας εγώ-μικρούλα συ' μα τι μετράει ετούτο;
του ίδιου δέντρου είμαστε καθένας ένα φρούτο
άλλο ωριμάζει πιο αργά,πιο γρήγορα πάει άλλο
και τι μ' αυτό-ίδιας φωτιάς είμαστε παρανάλω-

μα' και τα γύρω χώματα σαν ξεραθούν-σαπίσουν
χωρίς τροφή-χωρίς νερό τους δυο θα μας αφήσουν
και των δυονών μας τα κορμιά τότε τα παινεμένα
χάμω θα κείνται,άζωα,νεκρά,μαραγκιασμένα.

Έλα και ταίριαξε με με γλυκούλα μου αγαπούλα
αν όχι τη ζωούλα σου μονάχα μια στιγμούλα'
το αψηλό μου ανάστημα έλα να χαμηλώσεις-
το αχάλαστο το ψήλωμα έλα για να μου δώσεις;

Δος μου την ομορφάδα σου,τα νιάτα,τη σπαργή σου,
το σκότος της κολάσεως,το φως του παραδείσου
και πάρε τη σοφία μου,τη γνώση,την αντρειά μου,
το μέστωμα,το ρίζωμα,και την παλληκαριά μου.

Κατ' απ' τα δυο μου βλέφαρα θα δεις να σπιθακίζουν
ήλιοι που μόνο εσένανε τους πρέπει να φωτίζουν'
θα βρεις στους ροζιασμένους μου τους κλάδους όχι άδεια,
κι ασύστατα παινέματα,παρά φλογάτα χάδια.

Δε θα 'βρεις μια,παρά θα βρεις πολλές μικρές καρδούλες
κι όλες τους υποταχτικές κι όλες σε σένα δούλες'
κι όλες τους τέτιαν ομορφιά όταν θα δουν κοντά τους
αιώνια θα σ' έχουνε μόνη βασίλισσά τους.

Τα μύρια στοματάκια σου που έτσι ανοιγοκλείνουν
και δε μιλούν,κι ανείπωτα ό,τι τα καίει αφήνουν
μες στα δικά μου στόματα κλεισμένα όταν βρεθούνε
χωρίς φωνές ό,τι καιρό τα έπνιγε θα πούνε.

Έλα τα δακρυογέννητα να βρεις τα μυστικά μου
και τα μικρά σου μυστικά να γίνουνε δικά μου'
έλα ν' αγγίξεις ομορφιά-να ζευγαρώσεις πόνο
έλα να ζήσεις μια ζωή σε μια στιγμούλα μόνο.

Και δε ζητώ να 'ρθεις σε με για να μου φέρεις πάλι
κάποιων καιρών αλλοτινών τη μαγεμένη ζάλη-
ζητώ την πρώτη τη γραμμή του πόθου να χαράξεις
στο σώμα μου τ' αχάραγο που αλλιώς θα το ρημάξεις.

Έλα καλή και μην ψηφάς ανθρώπινες μωρίες'
του πόθου ακλούθα μοναχά τις φλογερές πορείες'
και ξέρε-όλα όσα ποθείς θε να τα βρεις κυρά μου
μες στα στρωσίδια μοναχά του εδικού μας γάμου.



ΜΥΡΙΑ

Αν είχα βρει τέτιες ακτίνες
που να τρυπάνε τις κουρτίνες
θα 'βλεπα μέσα στα σπιτάκια
της γειτονιάς τα κοριτσάκια-

πώς ξαναμμένα μέσα μπαίνουν
λίγα σκαλιά πώς ανεβαίνουν
και στο μικρό το δωματιάκι
πάνε να κάτσουνε λιγάκι.

Πώς στον καθρέφτη καμαρώνουν
τ' άσπρο κορμάκι όταν γυμνώνουν
και πώς λυγίζουνε τη μέση
να πάρουν κάτι που έχει πέσει.

Έτσι αβρά κι έτσι αγνούλια
πώς τα στηθάκια τα μικρούλια
ψαύουν γλυκά' στα ριζομήρια
χαδάκια πώς χαρίζουν μύρια.



ΠΡΩΤΟΤΑΞΙΔΗ

Μέσα στα χέρια μου την πήρα
όπως τη ζήση παιρν' η Μοίρα'
στα σκότια μου και κρύα βύθη
ζέστα και φως τα δυο της στήθη.

Σαν τρομασμένο ένα πουλάκι
έτρεμε τ' άσπρο της κορμάκι
και,πρωτοτάξιδη βαρκούλα
από μια χάθηκε τρυπούλα.



.
Ω! ΚΙ ΕΓΩ!

Μ' αγαπάει-και το ξέρω-ο καλός μου.
Το διαβάζω στη ματιά του τη θολή
όταν όμορφος σαν ζώο στέκει μπρος μου
λίγο πριν μου ξερριζώσει το φιλί,

Μ' αγαπάει ο καλός μου-και το ξέρω-
το διαβάζω στου κορμιού του τη φωτιά
σα με κόβει σαν το στάχυ μες στο θέρο
σα με καίει όπως κλαδάκι η πυρκαγιά.

Μ΄ αγαπάει ο καλός μου δίχως άλλο'
αν σηκώσω τη φουστίτσα μου ψηλά
κάτι ανάμεσα στα πόδια του μεγάλο
με ορμή το παντελόνι του ζουλά.

Κι αν το μπούστο μου λιγάκι ξεκουμπώσω
πρέπει πρώτα δυο φορές να το σκεφτώ
αν δε θέλω πριν την κίνηση τελειώσω
από κάτω απ' τον καλό μου να βρεθώ.

Σας το είπα-ο καλός μου μ' αγαπάει'
μα κι εμένα-και ας ειμ' εγώ μικρό
α! κι εμένα ίδιο νέκταρ με μεθάει
ω! κι εγώ ίδια πολύ τον αγαπώ.







ΝΑ ΔΩ

Με μάγια εγώ θα μαρμαρώσω
ζώα μεγάλα και μικρά
(η αγάπη κάνει τέτια θάματα)
και τους ανθρώπους θα πετρώσω-
να δω για ποιόνε θα χτυπά
τότε η καρδιά σου-για τ' αγάλματα;

Να δεις ετότε πώς θα τρέχεις
και πώς θα μου 'ρχεσαι κοντά'
πώς την καρδιά μου που 'χες δούλα σου
τώρα κυρα σου θα την έχεις'
πώς με φλογίτσες θα κεντά
το σούρουπό μου η αυγούλα σου...



ΣΕ ΛΙΓΟ

Μου 'ρθε στο νου να μη μετρώ
με μέρες τη ζωή σου
αλλά με όσα όνειρα
που βλέπω είμαι μαζί σου.

Μ' άλλαξα γνώμη στη στιγμή
μικρούλα μου γλυκούλα
γιατί έτσι θα γινόσουνα
σε λίγο μια γρηούλα.




ΑΓΡΙΟΣ

Μου είπε: "κύττα τι έχω δω..τι να του βάλω επάνω;"
και μίαν άφθα μου 'δειξε στο κάτω της 'σωχείλι.
Ζαλίστηκα' κιτρίνισα' ταράχτηκα' τα χάνω'
τόσο κοντά πρώτη φορά βλέπω τα δυο της χείλη.

Η θέα τους με συγκλόνισε' του πόθου μου το κύμα
άγριος εγίνει ωκεανός-το ρυάκι του ποτάμι'
τρέξιμο ξέφρενο έγινε το ήσυχό του βήμα
και το θολό το χρώμα του μαύρο έγινε κατράμι.

Στα χέρια μου την άρπαξα και στο μικρό της στόμα
τα χείλια μου εκόλλησα και ήπια σαν ροσόλι
και άφθα,και τα χείλια της,κι ακόμ' ακόμ' ακόμα
λαιμό και στήθη και γλουτούς ώσπου την ήπια όλη.

Μα όχι-αλλίμονο-αυτά είν' όλα παραμύθια'
μονάχα το μελένιο της τ' αχείλι όταν το 'δα
έκρυψ' ακόμα πιο βαθιά την καυτερήν αλήθεια
και μ' ένα ύφος σοβαρό της είπα: "βάλε σόδα!"




ΤΟΣΑ ΧΑΔΙΑ

Το σώμα της γλιστράει στο φουστάνι;..
Το φουστανάκι της πάνω στο σώμα;..
Κι εκείνο έτσι ρόδινη την κάνει
ή αυτή το τέτιο ροζ του δίνει χρώμα;

Κινείται κι ερωτεύεται μαζί της'
ανάλαφρα το σώμα της χαϊδεύει'
στήθη,κοιλίτσα της,γοφοί,μηροί της
παιδεύουν το κι εκείνο τα παιδεύει.

Και άλλοτε την καίει και τη φλογίζει-
άλλοτε σαν νεράκι αργοκυλάει'
και παλ' η απορία με ζαλίζει-
αυτή 'ναι ή εκείνο που μιλάει;

Α! ποια της το εκέντησε νεράϊδα
κι έτσι το σώμα της αιθέρια ντύνει
που μέσα του φτερώνουν τόσα χάδια
και τόσα εκεί φωλιάζουν πόθων σμήνη;

Α! Δυάδα μαγική! Φόρεμα!"ώμα!
Α! -ου όταν μες στα χέρια μου σας κλείσω
α!-όπως τώρα δα και τότε ακόμα
τι πρώτο δε θα ξέρω να φιλήσω.



ΤΗ ΦΩΝΗ ΣΟΥ

Όταν μου στέκεις σταυροπόδι
σαν ανοιγμένο μοιάζεις ρόδι'
οι όμορφές σου γάμπες οι ίσες
κορφούλες μοιάζουνε καμπίσες.

Τη φούστα σου κατέβασέ τη-
κατ' απ' το γόνα τράβηξέ τη'
μοσχάτο εσύ γαρύφαλλό μου
το θέλω ακόμα το μυαλό μου.

Μπροστά μου όταν σεργιανίζεις
μη σαν πουλάκι πεταρίζεις'
μην περπατάς σαν να χορεύεις
μη το κορμί μου το παιδεύεις.

Και με τα μαύρα σου ματάκια
μη-μη με κάνεις κομματάκια-
μη με κυττάς με τόση γλύκα
ποθόπλαστή μου πιτσιρίκα.

Μα πιο πολύ παρακαλώ σε
το μαρτύριό μου λίγο νιώσε
και όταν βρίσκωμαι μαζί σου
μη μου τσακίζεις τη φωνή σου.




ΤΗ ΣΚΛΗΡΟΤΗ

Μέσα κι ανάμεσα σε δυο φωτολουσμένους λόφους
και κείνη μέσα στ' άφωτα-και κείνη μες στους ζόφους'
μέσα κι ανάμεσα η καρδιά στα δυο της τα στηθάκια
κι ούτε το πάθος πήρε τους ούτε και τα μεράκια.

Καίγοντ' αυτά,λιγώνονται,παίζουν,γλυκά γελούνε
στους χτύπους της πασίχαρα-τρελλά χοροπηδούνε
αλλά εκείνη αν και κοντά-και δίπλα τους βαλμένη
πάντοτε μένει αδειανή και πάντα παγωμένη.

Νιώθουν εκείνα.φλέγονται,και τα δονούν οι πόθοι
κι εκείνη μέσα-δίπλα τους,και τίποτα δε νιώθει.
Α! Στα στηθάκια της τα δυο-στην καυτερή τους μέση
μία καρδιά ολόκρυα η φύση έχει δέσει.

Δεκάξη χρόνων συντροφιά καθόλου δε μετράει.
Ό,τι εκείνα είχαν κρατούν κι ό,τ' είχε αυτή κρατάει'
μόνο-και μη γνωρίζοντας ποιο την κατείχε πρώτη
το ένα δώρο έκανε στο άλλο τη σκληρότη.



ΝΑ ΞΕΡΕΙΣ

Από τον πόνο το βαθύ
κι απ' τα πολλά σου πάθη
τ' άθλιο κορμί μου θα χαθεί
για τη δική σου αγάπη.

Όμως τα λόγια σου καλά
θα πρέπει να προσέχεις
όταν να με δεις για φορά
στερνή στον τάφο μου έρθεις.

Μετάνιας λέξεις μην εβγούν
απ' τα γλυκά σου χείλη-
μη να γυρίσω μου ζητάν
απ' όπου μ' έχουν στείλει.

Μην τώρα πεις ότι πονάς
και θέλεις να 'ρθω πίσω
γιατί σα δω πως με ζητάς,
να ξέρεις: θ' αναστήσω.



ΑΛΛΟΙ

Εκείνοι που βαφτίζουνε ή γάμο έχουν κανένα
φτωχούς να βρούνε τίποτε τραγουδιστές κυττάνε
κι από 'να ξεροκόμματο πετώντας στον καθένα
ολη τη μέρα πίνουνε,χορεύουν και γλεντάνε.

Ένας φτωχός τραγουδιστής είμαι στο πανηγύρι
που στη γιορτή τους έστησαν τ' ανείπωτά σου κάλλη'
μα σ' ένα πιάτο ανάμεσα κι εν' αδειανό ποτήρι
ό,τι εγώ τραγούδησα θα το χαρούνε άλλοι.




ΑΤΙΜΗΤΟ

Όταν πεθαίνει μιας μικρής κοπέλλας ο πατέρας
τη λύπη την αβάσταχτην εκείνης της ημέρας
ας την εμέτριαζεν αυτή λίγο με το να μένει
με κάθε φίλο ή συγγενή για λίγο αγκαλιασμένη.

Έτσι και όταν πέθανε ο πατέρας ο καλός της
θα στέγνωνα απ' τα δάκρυα τ' ωραίο πρόσωπό της
και θα τη σφιχταγκάλιαζα' εκείνη έτσι αγνούλα
της λύπης θα ενόμιζε την τόση μου τρεμούλα.

Αλλά εμένα μι' άλληνε από τη δική της μέθη
θα μ' έπαιρνε'για μένανε τα μαύρα μου τα πένθη
αντίθετα,θα λύνονταν' ό,τι καιρό ποθούσα
τη μερ' αυτήν-αλλίμονο-ακέριο θα τρυγούσα:

στον κυρτωμένον ώμο μου γερτό της το κεφάλι'
τόσο κοντά μου όλα της τα μυρωμένα κάλλη
και ας την έσπρωξεν εκεί μονάχα μι' ανημπόρια-
στην αγκαλιά μου ας ζήταγε μόνο την παρηγόρια.

Για μένανε δε θ' άλλαζε τίποτα' και στον Άδη
τη μνήμη αυτήν ατίμητο θα κράταγα πετράδι'
και με ακράτητη χαρά θα φώναζα στο χώμα:
"τ' αγκάλιασα!-τ' αγκάλιασα το λατρεμμένο σώμα!"



ΣΑ ΝΑ 'ΧΑ

Ήρθε και μου 'πε: "πώς εσύ
νιώθεις μελαγχολία
με τέτια μια ηλιοφάνεια
και μια φωτομαγεία;

Και πώς στη νύχτα συ να ζεις -
πώς σκότος σε διπλώνει
αφού η μέρα ξεκινά
κι η φύση ξανανιώνει;"

Τι να της έλεγα εγώ;
Πως κλείνω μες στα στήθια
καϋμό για την αγάπη της;
Λέγεται τέτια αλήθεια;

Κάτι σιγομουρμούρισα
και από κει και πέρα
για να μη νιώσει φέρθηκα
κι εγώ σα να 'χα μέρα.



ΑΦΟΥ ΔΕ Μ' ΑΓΑΠΗΣΕ

Αφού δε μ' αγάπησε δεν κρύβουν τα σύθαμπα
σκιές ούτε μίσους'
αφού δε μ' αγάπησε δεν είχαν τα Σύμπαντα
ποτέ παραδείσους.
Αφού δε μ' αγάπησε τα πάντα είναι ψέμματα-
και πώς ναν' αλήθεια
αφού τα δικά μου ταιριάζαν χαϊδέματα
στα δυο της τα στήθια..

Αφού δε σφιχτόκλεισαν οι πάλλευκοι κύκλοι της
τους μαύρους μου κύκλους'
αφού αποστερήθηκαν τα δύο τα χείλη της
του μόνου μου χείλους'
αφού δεν αγκάλιασαν οι δυο τεθλασμένες της
τις δυο μου ευθείες'
αφού με το στήθος μου οι λαιμοκαδένες της
δεν κάναν φιλίες-

αφού δε μ' αγάπησε ειν' όνειρο η ζήση μου
σβυσμένου ονείρου'
ποτέ δεν ανέτειλα και είναι η δύση μου
ογκάνισμα χοίρου.
Δε ζω-δεν αισθάνομαι-στης πλάσης της άπλαστης
τα πλάτη δεν κείμαι.
Στης ζωής τον παλμό-στο φως-στη λαχτάρα της
δεν έχω μερίδιο-δεν είμαι.




ΓΙΑ ΚΕΙΝΗΝΕ

Όπως υμνούσαν οι προφήτες
πριν γεννηθεί Αυτός τον ύριο
και του μοιράζαν τις εσθήτες
και του προλέγαν το μαρτύριο

έτσι γι αυτήνε τραγουδούσαν
οι ποιητές των πριν αιώνων-
τα όμορφά της κάλλη υμνούσαν
κι απ' τον δικό της λυώναν πόνον.

Κι ας τραγουδούσαν κάποια 'ζούλια
μια Βεατρίκη-μια Ελοϊζα-
όμως των στίχων τους τα γιούλια
μόνο για κείνηνε ανθίζαν.

Αυτή η έξήγησ' ειν' η μόνη
που όλα σε σ' αυτήν τέλεια ταιριάζουν
όπως στον πλάτανο οι κλώνοι
και τα πουλιά που εκεί κουρνιάζουν.

Γι αυτό κι αδιάφορον μ' αφήνει
της ποίησής μου το άθλιο χάλι
αφού υμνητές της έχουν γίνει
τόσοι ποιητές πολύ μεγάλοι.



ΚΑΜΜΕΝΟ

Μέρα φέρνει άλλη μέρα
νύχτα φέρνει άλλη νυχτιά
κι όλες φέρνουνε αέρα
κι όλες σύννεφα σταχτιά.

Απ' τη μέρα που την είδα
δεν εχάρηκα ζωή
δεν ξανάδα ήλιου αχτίδα
δεν ξανάζησα πρωί.

Θλίψη φέρνει άλλη θλίψη
και χαμός άλλο χαμό
και χαρά δεν έχω κρύψει
και δε βρίσκω αναπαμό.

Κι αν ειπώ να την ξεχάσω
κι αν ποτέ την αρνηθώ
σαν καμμένο θα 'μαι δάσο
σαν βαρκούλα στο βυθό.



ΕΛΑΤΕ

Στους χόουμλες όσο κι αν παρακαλούσανε
δεν έδινα το κουόρι που μου ζητούσανε-
α! έλεγα,όλο πίνουν και μεθούνε'
και τα λεφτά τα θέλουν για να πιούνε.

Αλλιώς το ίδιο πράγμα όμως σκέφτηκα
αφότου-αλλίμονο-την ερωτεύτηκα
κι έχω της άφταστής της γίνει χάρης
ένας ζητιάνος-ένας διακονιάρης.

Όπως εκείνοι δε ζητούν ποσά υπέρογκα
κι εγώ από κείνην δε γυρεύω τον έρωτα-
δεν της ζητώ τα μάτια τα όμορφά της
μονάχα που ζητώ μία ματιά της.

Και ούτε που ζητάω τη γλωσσίτσα της'
ν' ακούσω θέλω μόνο μια λεξίτσα της'
ούτε στην αγκαλιά μου να την κλείσω-
μονάχα μία τρίχα της ν' αγγίσω.

Ω! άστεγοι ζητιάνοι μου κακόμοιροι!
κι οι δυο στο ίδιο πάθος είμαστ' όμηροι-
σας τυραννά η ζωή με την ορμή της-
με λυώνει-με πεθαίνει το κορμί της.

Κι οι δυο ζητάμε κάτι που παρήγορα
το χρόνο μας θα έσπρωχνε πιο γρήγορα.
Ζητάτε στο πιοτό την ευτυχία
στα ψίχουλα ζητώ την ευωχία.

Σε κείνους που πονούν όταν δεν πίνουνε
τα χέρια μου από τώρα όλο θα δίνουνε'
α! χόουμλες! ελάτε όπου κι αν είστε
κουόρια ευτελή να μου ζητείστε.




ΑΝΟΙΞΗ ΦΕΤΟΣ

Άνοιξη φέτος σ' αγαπώ γιατί έχεις στα μαλλιά
εκείνη την κοκκάλινη αγκράφα τη μελιά
που βάζει στα μαλλάκια της όταν φυσάει αέρας'
γιατί έχεις δέσει στο λαιμό γιρλάντα από χαρτί-
κοινό χαρτί όπως έβαλε κάποιαν ημέρ' αυτή
κι όλο το σπίτι έλαμπε και μάλωνε ο πατέρας.

Άνοιξη φέτος σ' αγαπώ γιατί έχεις τη ματιά
στοχαστική'γιατί φοράς μια μπέρτα καφφετιά
και γιατί όλα γίνονται στη φύση όπως προστάζεις.
Άνοιξη φέτος σ' αγαπώ γιατί το γιορτινό
φουστάνι της εντύθηκες,το ροζ,το φωτεινό-
Άνοιξη φέτος σ' αγαπώ γιατί πολύ της μοιάζεις.



ΚΑΙ ΔΙΚΗ ΜΟΥ

Στου καναπέ την απλωσιά-στο μαλακό του χνούδι
των πρωινών της παιχνιδιών τ' ανυποψίαστο γέρας
σαν πεταλούδα,σαν ανθός,σαν φως,σαν αγγελούδι
η αγάπη μου κοιμήθηκε μες στην καρδιά της μέρας.

Πόθοι μου τις φτερούγες σας τώρα κλειστές κρατάτε'
Χρόνε μου κύλα αθόρυβα'πάτα λαφριά σιγή μου'
και καρδιοχτύπια μου τρελλά μη μου τηνε ξυπνάτε-
έτσι ως δεν είναι κανενός,λίγο είναι και δική μου.



ΣΑΝ ΚΟΙΜΗΘΩ ΑΞΥΠΝΗΤΑ

Σαν κοιμηθώ αξύπνητα δεν είναι που θα σβήσω
απ' τις στρατιές των ζωντανών-δεν είναι που θ' αφήσω
ατέλειωτα ή ανάρχιστα όσα ήθελα να κάνω'
είναι που όταν θα χαθώ για πάντοτε τη χάνω.

Δεν είναι που μια έρημη σκιά θα βολοδέρνω
στα χάη,και αναίτια το φάσμα μου θα σέρνω
σ' άλλες ανάμεσα σκιές που ίδια όπως εμένα
θα προχωρούν με βήματα βαριά και κουρασμένα.

Είναι που θα 'μαι μακριά από τα γλυκά της χείλη'
είναι που πια δε θα μπορεί να μου είναι ούτε "φίλη"'
είναι που την οδύνη μου καμμιά δε θ' αλαφραίνει
φωνή' καμμιά τον πόνο μου ματιά δε θα γλυκαίνει.

Είναι που οι πόθοι που κερνά η θεία της η κνήμη
ούτε ιδέα δε θα 'ναι πια μες στη νεκρή μου μνήμη'
είναι που χώματα βαριά τα μάτια θα σκεπάζουν
και κείνα πια δε θα μπορούν κρυφά να την κυττάζουν.



ΕΚΛΕΙΨΗ ΗΛΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ

Για λίγο όλοι τον ύπνο τους το βύθιον αφήκαν
και δραστηριοποιήθηκαν-κινητοποιηθήκαν
για να ιδούν μιαν ολική λέει έκλειψη ηλίου
που ;θα γενεί στις τέσσερες του Ιανουαρίου.

Όλοι τους εβαλθήκανε μαύρα γυαλιά να φτιάξουν
και δίχως βλάβη των ματιών το θέαμα να κυττάξουν.
Σελήνης,ήλιου κι αστεριών γνωρίζοντας τις φάσεις
η έκλειψη μια στις τόσες τους θα είναι διασκεδάσεις.

Α! ευτυχείς! που θεωρούν πως είναι μέγα πράγμα
λίγο να δουν να κρύβεται απ' του ηλιού το μάγμα!
Α! ευτυχείς! Δεν ξέρουνε πόσες εσύ εκλείψεις
παντοτινές δημιουργείς σ' όποιου τη ζήση ενσκήψεις'

τον ήλιο κρύβεις της χαράς κι όλα τα δερν' η λύπη'
του ρολογιού,το θάνατο αργομετρούν οι χτύποι'
κι όχι του "Τώρα" μοναχά,μα κι οι χαρές του "Αύριο"
μέσα σε σκότος πνίγονται τρομαχτικό και άγριο.

Εκλείψεις άπονης ζωής,χαράς και ηρεμίας,
εκλείψεις κάθε και ψυχής και νου ευημερίας,
εκλείψεις αγαλλίασης,απόλαυσης,'φροσύνης.
εκλείψεις πάμφωτων νυχτών σε στρώμα έρμης κλίνης.



ΣΑ ΛΑΒΑ

Σα λάβα υγρή κι έτσι ζεστή
δεκαπεντάχρονη μικρούλα
βρίσκεσαι μπρος μου αιδώ μεστή
χωρίς ψυχή-χωρίς φωνούλα.

Κι ως με θωρείς γονατιστή
τόσο γλυκειά κι έτσι αγνούλα
λες άλλης είναι οι μαστοί
που σει' του πόθου η τρεμούλα,

Και 'γω,κεντρίζοντας βαθιά
τ' άλογο που 'χω εντός μου
μ' όσα η σβυσμένη σου φωνή:
"πάρε μου" ,λέει και :"δοσμου"

λύνω την άσπρη σου ποδιά
σε ντύνω με το φως μου
και λεηλατώ και τη σοδειά
και το δεντρί του κόσμου.



ΕΣΥ..

Μου' παν πως ήρθε'ς τι μ' αυτό;..για με είσαι πάντα εδώ'
ανάγκη με τα μάτια μου δεν έχω να σε δω'
με το καθένα κύτταρο σε νιώθω του κορμιού
με κάθε σκέψη του σ' εσέ δοσμένου μου του νου.

Στα δυο σου χέρια με κρατείς και πάνω τους πατώ'
σε κόσμο έναν από σε γεμάτον περπατώ'
Έχω από σένα ποτιστεί τόσο βαθιά πολύ
που ζω σαν να 'μαι πάντοτε μαζί σου σε φιλί.

Με μια υπερκόσμια με κρατάς αιχμάλωτον ισχύ'
όλη μου μια νικήτρα σου η ζήση ειν' ιαχή'
σαν κάποιο άρωμα βαρύ έχεις εντός μου μπει'
με καταυγάζεις σα διαρκής φωτός αναλαμπή.

Εσύ ' σαι η μόνη αιτία μου κι ο μόνος μου σκοπός'
στη δημοσιά σου οδηγεί κάθε μου ατραπός'
είσ' η πνοή που δίχως της η ζωή μου σταματά'
για μένα είσαι συ το πριν,το τώρα,το μετά.

Σαν μια ιδέα με δονείς-σαν πυρκαγιά με καις
το όραμά μου η όψη σου είναι το διαρκές

εσύ με χάνεις και με ζεις,με κλαις και με γελάς
συ κόσμους χτίζεις μέσα μου,εσύ και τους χαλάς.

Εσύ κυλάς στις φλέβες μου σαν δυνατό κρασί'
εσύ οδηγείς τη σκέψη μου-τη θέλησή μου εσύ!
συ μέσα μου παθιάζεσαι όταν εγώ ριγώ-
εσύ-εσύ-εσύ-εσύ-εσύ είμαι εγώ!..

Μου' παν πως ήρθες κι έχασα που έλειπα από κει'
απ' τους εαυτούς τους κρίνοντας νομίζουν μερικοί
με του κορμιού τα μάτια μου πως πρέπει να σε δω-
πού να 'ξεραν πως πάντοτε για μένα εισ' εδώ..



ΛΙΓΩΜΕΝΑ

Στη γιορτή του αη-Λια
τ' άστρα γίνανε φιλιά
και στην άτω Παναγίτσα
ουρανός η αγκαλίτσα

Βρε αγαπούλα μου καλή
πώς γλυκαίνεις το φιλί
και πώς κάνεις την αγκάλη
όλο λάγγεμα και ζάλη..

Κι "όχι" πώς ποτέ δε λες
στις βουλές τις πιο τρελλές
και τα "ναι" τα λατρεμμένα
πώς τρεμίζουν λιγωμένα..

Αχ! μικρή μου αγαπίτσα!
Αχ! στην άτω Παναγίτσα!
Αχ! Χαμένη! ορωμένη!
Αχ! αφροστεφανωμένη!



ΜΕΘΥΣΜΕΝΗ

Απαλά σαν περνά
στα μαλλιά της τη χτένα
μαύρη ζήλεια κερνά
και ποτίζει εμένα.

Όνομ' άλλο εάν
της προφέρουν τα χείλια
την ψυχή μου κεντάν
φαρμακόφιδα χίλια.

Αν το χέρι τ' αβρό
χέρι άλλο ακουμπήσει
στην καρδιά μου θα βρω
σα θα δω χίλια μίση.

Κι αν καφφέ ή γλυκό
σ' έναν ξένο προσφέρει
α! τι πιόμα πικρό
με κερνά δεν το ξέρει..

Αλλά μία της λέξη
αν μου πει τρυφερή
να! τα σκότη έχουν φέξει-
κι ήρθαν άλλοι καιροί.

Λες ποτέ δεν υπήρξαν
οι απάνθρωπες ώρες'
λες ποτέ δεν ερίξαν
οι ουρανοί μαύρες μπόρες.

Κι όλα ειν' ένα μύρο
και μιας Άνοιξης χνώτο
σαν να ζει εναγύρω
τ' όνειρό μου το πρώτο'

δηλαδή βυθισμένη
στου έρωτά μου τη δίνη
και γλυκά μεθυσμένη,
να χορεύει Εκείνη.



ΒΑΡΥ

Μια λήκυθος με άρωμα γεμάτη εκλεκτό
είμαι' και είναι τ' άρωμα σπάνιο και λεπτό'
κι η νύμφη που θα έρραινα το σώμα της με κείνο
δεν ήρθε' κι είμαι μόνος μου-και μόνος μου θα μείνω.

Γι αυτό πριν φύγω απίστομα τη λήκυθο γυρνώ
και ασυλλόγιστα τ' αβρό το μύρο της κερνώ
σε όντα που 'λαφιάζονται όταν αυτό τ' αγγίσει
σαν να τα είχε αόρατο χέρι βαρύ ραπίσει.



ΤΑΧΑ..

Αγάπη αν ειν' τα δώρα σου πολλά και ζηλεμένα-
Αγάπη αν τις χάρες σου καθείς αποζητά-
όμως Αγάπη άδικη εστάθηκες για μένα-
δεν ήρθες όταν έπρεπε αλλά πολύ μετά.

Και ήρθες.Ας μου έδινες τ' άγριο σου καρδιοχτύπι
όχι για μια κουκλίστικη και άδολη μικρή
αλλά για μια που θα 'τανε του Φθινοπώρου η λύπη
στολίδι της,κι η Άνοιξη ανάμνηση ακριβή.

Καλή Αγάπη μου τι λες; Τάχα μπορώ να ελπίσω
πως θα μου δωσ' η Χάρη Σου αυτό που μου χρωστά-
τάχα μπορείς τα χρόνια μου να τα γυρίσεις πίσω;
Κι αν όχι μή της Ντόρας μου μπορείς να πας μπροστά;..



ΤΟ ΦΙΛΙ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ

Ένα φιλί κι ένα μαχαιρι
κρατεί στα χέρια η Ζωή.
Στριφογυρνώντας κάθε χέρι
μέσα στα πλήθη προχωρεί.

Ζωη,μαχαίρι εμένα δος μου-
αχ-δος μου δυο αν σε βολεί'
αλλά,Βασίλισσα του όσμου
δώσε στη Ντόρα μου φιλί.



Α! ΝΑ ΜΟΥ 'ΔΙΝΕΣ ΤΗ ΧΑΡΗ..

Το φεγγάρι μια σκαφίτσα
τα χεράκια σου ν' απλώσεις
και κει μέσα να ζυμώσεις
το φαρμάκι σου Ντορίτσα.

Το φεγγάρι μια φετούλα
να τη φας,να δυναμώσεις,
στην καρδιά μου να κενώσεις
το φαρμάκι σου Ντορούλα.

Το φεγγάρι ένα βαρκάκι
τη σωρό μου ν' απιθώσεις
κι από μένα να γλιτώσεις
κι απ' το πάθος μου Ντοράκι.

Α! Να μου 'δινες τη χάρη
στο ταξίδι το βαθύ μου
στο ταξίδι το μακρύ μου
να την ξέχναγα,φεγγάρι...



ΤΗ ΦΟΡΑ

Συνειρμούς ποιους έχει σπείρει
στο μυαλό μου τ' όνομά της
κι αν τ' ακούσω με διεγείρει
και ας βρίσκομαι μακριά της;

Πέντε τάχα γραμματάκια
στη σειρά έτσι όταν μπούνε
τα μικρά τους σηματάκια
γιατί τόσο με δονούνε;

Πού τη βρίσκει μία λέξη
τόση δύναμη μεγάλη
που το νου μου έχει κλέψει
και μου φέρνει τέτια ζάλη;

Τάχα κι αν αποφασίσω
όνομ' άλλο να σκαρώσω
και πασχίζοντας να ζήσω
με τη σκέψη της το δώσω

μήπως έτσι θα ησυχάσω
απ' το μέγα μαρτυριό μου-
μήπως έτσι ξεκουράσω
τ' αξεκούραστο μυαλό μου;

"Όχι" ο έρωτας φωνάζει
και μου κόβει όλη τη φόρα'
"κι αν το στόμα σου άλλο κράζει
μα η ψυχή θα κλαίει:Ντόρα!"



ΑΛΛΙΩΣ

Πρωί στη δουλειά με ταχύτητα τριάντα'
η Οwensmoyth πράσινη σε κάθε της πάντα'
στου πάρκου της Lanark την άδεια απλωσιά
σκιουράκια στης χλόης βουτούν τη δροσιά.

Οι κήποι ανθισμένοι κι η πλάση καινούργια'
Τα "STOPS" της οδύνης να κόβουν τη φούργια'
και πάνε τ' αμάξια δυο δυο στη σειρά
και λάμπουν στου ήλιου το φως καθαρά.

Πρωί στη δουλειά τη δική του έχει χάρη.
Το στήθος της δείχν' η Ζιζί με καμάρι
Η Στέϊσυ γελάει χωρίς τελειωμό-
θυσία πρωινή στης χαράς το βωμό.

Ο Γκέοργκ γερτός στο παγκάκι του μάρκετ
σφιχτά τυλιγμένος το σκούρο του τζάκετ
βαριά με φτηνό μεθυσμένος ποτό
ξεσπάει σε χίλιες βρισιές το λεφτό.

Και φως μες στο φως,νυσταγμένη ακόμη
πρωί του πρωιού,με λυμένη την κώμη
(εικόνα λαμπρή στην καρδιά πώς σε κλειω)
Η Ντόρα βαδίζει να πάει στο σκολειό.

Πρωί στη δουλειά πώς θα ήσουνα πόνος
αν μέσα σου ήμουνα έρημος-μόνος'
μα αλλιώς έχ' η μοίρα του όσμου γραφτεί:
υπάρχει-θεέ μου-υπάρχει κι Αυτή!



ΝΑ ΜΕ ΠΑΙΔΕΥΕΙ

Θα ήθελα να ήμουν ο Ποπάϋ'
σαν κείνον να επήγαινα όπου πάει
κι αντρείο εγώ να γίνωμαι ναυτάκι
λιγάκι κατεβάζοντας σπανάκι.

Την πίπα μου συνέχεια να καπνίζω
κι εκείνη έναν καπνό να βγάζει γκρίζο'
για κείνο να γκρινιάζω και για τούτο
και όλο να μαλώνω με το Βρούτο.

Για μένα να μετρά κάθε ταξίδι
σαν εύκολο να ήτανε παιχνίδι'
το άγριο το κύμα ν' αψηφάω
κινδύνους φοβερούς να μη μετράω'

και όποτε η θάλασσα 'μερεύει
εν' άλλο θηλυκό να με παιδεύει:
να καρτερεί στου πλοίου μου την πρώρα
θεοί-όχι μια Όλιβ-μα η Ντόρα.



ΤΗΝ ΙΔΙΑ

Στης ομορφιάς τη ζυγαριά στον εν' αν βάλεις δίσκο
της γης όλες τις όμορφες-στον άλλο τον εαυτό σου
σε σε θα κλιν' η ζυγαριά' και φυσικό το βρίσκω:
μαζί όλες τους δεν κάνουνε το κάλλος το δικό σου.

Το ίδιο αποτέλεσμα θα είχαμε αν μπορούσαν
να μπουν επάνω στο ζυγό τα μάτια σου μονάχα'
κι αν ολ' οι άλλοι που 'βλεπαν θαύμαζαν κι απορούσαν
εγώ απορία ή έκπληξη ούτε και τότε θα 'χα.

Κι ακόμα εγώ που με πολλά πικρά μ' έχει ποτίσει
αίμα και δάκρυα η βαθιά που σου' κανα η γνώρα
στοίχημα βάζω-ο δίσκος σου την ίδια θα 'χε κλίση
αν μια ματίτσα σου γλυκειά του' ριχνες μόνο Ντόρα.



ΠΟΤΕ ΣΟΥ

Δε θέλω στην κηδεία μου κάποιαν ακολουθώντας
γελοία κοινωνικότητα να 'ρθεις ψευτοκλαμώντας.
Για μια φορά ειλικρινή,ανυπόκριτη σε θέλω-
τη μέρα κείνη στη βολή κάθησε της Covello.

Στην τρύπα όταν άκαμπτος θα χώνομαι της γης μου
μ' ακέριο κάθε μόριο της αντρικής ορμής μου-
στην ηδονή που δεύτερη μετά 'πο τη δική σου
επόθησα,για μάρτυρα δε θέλω τη μορφή σου.

Στα βλέφαρά μου τα κλειστά πάνω δε θέλω να 'δεις
πώς από μεν' ανέγγιχτες παίρνει μαζί του ο Άδης
χαρές που σαν ακοίμητες στο νυφικό κρεββάτι
νυφούλες,παίρνουν του χαμού τώρα το μονοπάτι.

Όσο εζούσα κάθε τι μου 'χεις εσύ παρμένο'
μην έρθεις' μες στο φέρετρο που μ' έχουν ξαπλωμένο
άδειος απ' όλα κείτομαι.Ακόμα κι αν με γδάρεις
του δέρματός μου μοναχά το φάντασμα θα πάρεις.

Άσκοπο στην κηδεία μου να 'ρθεις' έχοντας όσα
η Αγάπη και ο Πόθος μου απλόχερα σου δώσαν
αυτάρκης πλέον έγινες σ' όλα-τις συλλογές σου
επλούτισες όσο πολύ δεν το 'λπιζες ποτέ σου.



ΕΚΕΙΝΟ,ΜΕΓΑ

Ένας τρελλός ξάπλωσε μπρούμυτα στο χώμα
τα χέρια του άπλωσε και θάρρειε πως εκράτει
και πως διαφέντευεν αυτός όλα της γης τα πλάτη-
κάθε της όρος,ωκεανό,κάθε της μία χώρα.

Έτσι και μεις νομίζουμε πως κλειούμε στην ψυχή μας
το αβυσσαλέο κι άμετρο για τη Θοδώρα πάθος.
Α! παιδαριώδης! Α! κουτή-ψεύτρα ιδέα! Βάθος!
κείνο,µέγα,κυβερνά ψυχή,ζωή,κορμί μας.



ΣΤΗΣ ΑΜΜΟΥ

Τάχα του Χρόνου την κλεψύδρα ποιος κρατεί
και να 'ρθεις γρήγορα κοντά μου δε σ' αφήνει-
ποιος τάχα τον ισθμό της τονε κλείνει
κι ο χρόνος δεν πετά μα περπατεί..

Κι ήθελα να 'ξερα ποιος σπάζει το γυαλί
της αμμοδόχου όταν βρίσκεσαι κοντά μου
κι οι κόκκοι δραπετύουνε της άμμου
κι εγώ δε σου χορταίνω το φιλί..



ΤΑ ΠΟΥΛΑΚΙΑ

Πουλιά γλυκά-πουλιά μικρά-πουλιά μου αγαπημένα
πουλιά μου γλυκολάλητα κι ακριβοθωρημένα
πουλάκια μου απαλόφτερα, συντρόφια μου πουλάκια
εσείς που ομορφαίνετε των δέντρων τα κλαδάκια
γλυκά πολια-πικρά πουλιά-πώς να σας πώ-
σταθείτε και ακούσετε μια λέξη:αγαπώ.





ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΥ

Κι αν μου στίψεις το κεφάλι
την ψυχή κι αν θα μου γδάρεις
ουτ' ευχή δε θα 'βρεις πάλι
από μένανε να πάρεις.

Λες και πάντα ήταν για μένα
δεκατέσσερες Φλεβάρη
σου τα έχ' όλα δοσμένα
και μου τα' 'χεις όλα πάρει.

Έτσι πρέπει αν θες του εθίμου
τη σειρά να συνεχίσεις
του άγιου Βαλεντίνου
κάτι εσύ να μου χαρίσεις.





ΤΑ ΚΑΛΛΗ

-Γιατί χήρα χηρούλα δε με παντρεύεσαι;
-Τα κάλλη μου μουρντάρη δε μου τα γεύεσαι
αν πρώτα δεν παντρέψω τη μονοκόρη μου.
-Γιε μου και παραγιέ μου κι αγόρι μου
της χήρας της χηρούλας πάρε την κόρη της
να δω τι χρώμα έχει το μισοφόρι της.






ΦΤΗΝΕΣ

Ο δρόμος μου 'στλνε πρωινές φωνές.
Η πάχνη εθάμπωνε τα τζάμια.

Κάτω στο πάτωμα
κείτονταν άτονα
τα εσώρρουχά της'με πλοκάμια
κολλώδη μ' έσφιγγαν μνήμες φτηνές.





ΓΙΑΤΙ;..

Αγαπώ κάθε τι πουν' δικό μου:
το σκυλί,το παλτό,το στυλό μου..
Μα εσέ που..(και πώς να το πω..)
Να..εσένα,γιατί σ' αγαπώ;





Η ΠΕΤΡΑ ΣΟΥ

Αν μια καινούργια Εξέταση σαν κείνην Ιερά
το κολασμένο σώμα σου έριχνε στην πυρά
οι εργάτες που θα πήγαιναν αύριο να σκουπίσουν
θα 'βλεπαν ένα θέαμα δύσκολο να εξηγήσουν.

Πάνω στο χώμα το τεφρό το ακόμα πυρωμένο
που ολονυχτίς το σώμα σου κράταε το μαγεμένο-
πάνω στο χώμα,απ' της φωτιάς την κάπνα μαυρισμένη
κι εν τούτοις κρύα μια πέτρα εκεί θα βρίσκανε πεσμένη.

Παράξενα θα κύτταζαν και φοβισμένοι θα 'ταν
και ιστορίες αλλόκοτες πολλές αφού θα πλάθαν
"Κι αυτό",θα καταλήγανε,"παιχνίδι είναι δικό της
το τελευταίο ήτανε το έργο το μαγικό της".

Μόνο εγώ απ' όληνε ξέρω την ανθρωποτη
και πλήρωσα το μάθημα με τη ζωή μου,ότι
το σώμα σου κι αν καίγονταν το τέλειο απ' τη φωτιά
θα 'μενε άκαυτη η σκληρή-η πέτρα σου καρδιά.





ΣΤΟ ΧΙΟΝΑΤΟ ΤΗΣ

Απ' τον τάφο μου βγάζω
το κεφάλι το σάπιο για λίγο
μία τρύπα στο σκότος ανοίγω
και τριγύρω κυττάζω.

Μες στων ζώντων το πλήθος
το κορμί της ζητώ κι ανταμώνω
και το βλέμμα μου πάνω απιθώνω
στο χιονάτο της στήθος

Τότε ο μαύρος μου τάφος
το υπερκόσμιο γνωρίζει μεθύσι
λιμανιού που 'χει εντός του ποδίσει
φωτοπλήμμυρο σκάφος.




Η ΠΙΚΡΗ ΜΟΥ

Θα 'ναι μία στιγμούλα που ο ήλιος θα λάμπει
τα πουλιά μες στους θάμνους θα ψάλλουν γλυκά
θα ζητά η χαρά στην καρδιά μέσα να 'μπει
και η φύση η τρελλή θα οργά θριαμβικά.

Στων δεκάξη σου χρόνων το βελούδινο θάμπος
η αγνότη κι η αθωότη θα στήνουν χορό
και χαλί λουλουδένιο θα στρώνει ο κάμπος
του κορμιού σου το πάθος να δεχτεί το ιερό.

Δίχως λόγο κι αιτία,δίχως σκέψη και γνώση
ένας νέος θα σου κλ;έψει το μύρο τ' αγνό.
Η ζωή βιαστικά ένα πέπλο θ' απλώσει
μη και τ' άδικο δουν οι ουρανοί το τρανό.

Θα 'ναι μία στιγμούλα που καθώς όλοι οι γέροι
ένα τσάϊ θα φτιάχνω να πιω στη γωνιά
κι έτσι δα το κουτάλι θα μου πέσει απ' το χέρι
και σκληρά θα ηχήσει η πικρή μου μονιά.





ΠΕΘΑΙΝΩ

Το ρόδο που εκράταγες στα χέρια σου είχε λάμψη
και ομορφιά πρωτόφαντη.'α κόκκινά του φύλλα
μοιάζαν σαν αίμα ζωντανό βαθιά να τα 'χει βάψει
που ακόμα μες στις φλέβες τους χαρούμενο εκύλα.

Όταν για λίγο τ' άφησες το χρώμα του έχει σβύσει
η ευωδιά του εχάθηκε και στέκει μαραμένο.
Μες στο χεράκι σου τ' αβρό κλείστο να ξαναζήσει..
ένα φιλί σου δώσε μου-μαραίνομαι..πεθαίνω..





ΘΡΙΑΜΒΕΥΕΙ

Η μουρμουρα απ' την παρέα
σ' αποκοίμισε χτες βράδυ
και δοθήκαν στον Ορφέα
της σαγήνης σου οι βάρδοι.

Η καρέκλα σου αγαλλιάζει
από τ' άγγιγμα το θείο
και λιπόθυμη αγκαλιάζει
το πολύτιμο φορτίο.

Αλλά κι έτσι κοιμισμένη
δε γινόταν να μη μ' έλκεις:
τα ποδάκια έτσι αφημένη
σταυρωτά καθώς τα πλέκεις

τους μηρούς σου η κουβέρτα
στους αφήνει ακαλύπτους
και γεμίζει ο τόπος κέδρα
και γεμίζει ευκαλύπτους.

Και στα δάση μέσα σειώνται
Νύμφες,Σάτυροι και Φαύνοι
κι απ' τα γέλια τους δονούνται
οι γλουτοί σου οι δυο οι λάγνοι.

Και στο βάθος βάθος βάθος
στη μεσόγλουτη σχισμή
που τη δέρνουνε με πάθος
καταιγίδες και σεισμοί

καταργούνται τα ερέβη,
η Εδέμ αναγεννάται
κι α! η Εύα θριαμβεύει
το κορμί σου όταν κοιμάται.





Η ΔΙΑΘΗΚΗ

Χρυσά και σπίτια και λεφτά δεν έχω για ν' αφήσω.
Αυτά που άλλοι χαίρονται δεν ήρθανε σε μένα.
Μα τούτα έχω εγώ να πω τα μάτια μου πριν κλείσω:
Τέσσερα έχω ολοζωής διαμάντια δουλεμένα.

Αφήνω τρεις κυπάρισσους και μια τριανταφυλλίτσα
τ' αγκάθια της να διώχνουνε τους νοσταλγούς της νιότης
και στη μικρή της να κρατεί σφιχτά την αγκαλίτσα
πολύδροσα τα ρόδα της κι αγνά για τον καλό της.

Αφήνω τρεις περήφανους αητούς κι εν' αηδονάκι
που να σιγά σα θαρρετά το πλησιάζει ο ξένος
και το γλυκό του να λαλεί κι ωραίο τραγουδάκι
μόνο κοντά του σα βρεθεί ο νιος κι ο αγαπημένος.

Αφήνω τρία λιοντόπουλα και για να τα μερεύει
μιαν ελαφίτσα ασπρόλαιμη και σκοταδοματούσα
που να χορεύει ως περπατεί και να πετά ως χορεύει
και να θαμπώνει τη νυχτιά τη φεγγαροκρατούσα.

Μια κόρη που στο στόμα της να ορκίζωνται λεβέντες
στα μοσκομύριστα μαλλιά να καίγωνται καρδούλες
που οι γλυκές της οι ματιές και οι γλυκές κουβέντες
σπίτια ν' αφήνουν ορφανά κι απόρφανες μανούλες.

Αφήνω εγώ μιαν έμορφη μια κόρη φιλντισένια
το γέλιο της ανθόνερο το κλάμμα της βροχούλα
το στήθος της αφρόγαλα τα χείλια της μελένια
και ρυάκι απαλοκύλιστο η χαρωπή φωνούλα.

Μια μαγιοπούλα-του τυφλού του πόθου μιαν ιέρεια
μία νεράϊδα αφήνω εγώ στην πλάση για στολίδι
μια παινεμένη που κρατεί σφιχτά στα δυο της χέρια
το περιστέρι του Έρωτα,της Απονιάς το φίδι.

Να φέγγει ολόκληρη αλλά κανείς να μη γνωρίζει
αν τη φωτάει ήλιος λαμπρός ή αν αστροπελέκι'
να μη στις λίμνες των ματιών κανένας ξεχωρίζει
αν η ζωή ή ο θάνατος είναι που εντός τους πλέκει.

Κόσμε,σ' αφήνω μια μικρή πεντάμορφη γοργόνα
που να σκορπά τρανές φωτιές όπου ήθελε ποδίσει
που σειώντας έτσι μοναχά το δάχτυλό της το 'να
κόσμε όπως με τυράννησες -αχ-να σε τυραννήσει.





ΚΥΤΤΑ ΙΙ ΠΗΓΕ ΚΙ ΕΚΑΝΕ Η ΒΡΩΜΟΥΣΑ!..

"Κύττα τι πήγε κι έκανε η βρωμούσα!..
εγέμισε ως απάνου τη σακκούλα.."
Δε σκέφτηκε καθόλου η βρωμούσα
τη Ντόρα μου που τόσο είναι μικρούλα

και είναι τα χεράκια της αέρας
και ειναι η δύναμή της μια φλογίτσα
και πνέμα το κορμάκι της,κι αιθέρας
μοσχάτος η γκυκειά της αγκαλίτσα'

και πώς το τόσο βάρος να σηκώσει
και πώς τον τόσον όγκο ν' αγκαλιάσει
αφού είναι φορτωμένη γλύκα τόση
και όλην αγκαλιά κρετεί την πλάση..

Α! ύττα τι μας έκανε η βρωμούσα!
Τα ψώνια θα κυλήσουνε στο χώμα
και "α!" θα κάνιε η Ντόρα μου η ρούσσα
φέρνοντας την παλάμη της στο στόμα.





ΑΛΛΑ ΘΕΕ ΜΟΥ

Σήμερα ο φίλος μου βάφει το σπίτι.
Καλό παιδί-θα πάω να τον βοηθήσω.
Θ' αφήσω σήμερα τον Γέητς και τον Ελύτη
και στης φιλίας το βωμό θα πάω να θύσω.


Αν στην ανάγκη δε βοηθήσουμε το φίλο
τότε αυτό δεν είναι πια φιλία
κι είναι καθείς μας απελέκητο ένα ξύλο
αν λίγο μέσα του δεν κλείνει ένα Φιντία.

Και φίλοι αν δεν ήμασταν ακόμα
πάλι θα έπρεπε να του 'δινα ένα χέρι-
ένα χαρούμενο η ζωή μας παίρνει χρώμα
όταν η χρεία τη βοήθεια κάνει ταίρι.

Α! Δεν επρόδωσα φίλο ποτέ μου.
Ούτε αυτόνε θα προδώσω τώρα'
λοιπόν θα πάω έτσι κι αλλιώς' αλλά θεέ μου
κάνε να βρίσκεται στο σπίτι και η Ντόρα.





ΑΝΘΟΥΣ

Μέσα στα τόσα τα πολλά που από σένα θέλω
άκου αυτό όπως άκουσες και τόσα ακόμα:θέλω
μια μέρα τα ποδάκια σου να κάνω προσκεφάλι
και ν' ακουμπήσω πάνω τους το άσπρο μου κεφάλι.

Κι όπως το χώμα τους νεκρούς και τα βουνά το χιόνι
κι όπως η Άνοιξη ανθούς πάνω στα δέντρ' απλώνει
κι εσύ χωρίς μιαν έκπληξη και δίχως να διστάσεις
ν' απλώσεις τα χεράκια σου κι έτσι να με σκεπάσεις.





ΠΟΝΗΡΟΥΛΑ

Είσαι καλή,είσαι γλυκειά,είσαι κομψή κι ωραία
έχεις χαρές αρίθμητες και ομορφάδες πλήθος.
Είσαι σεμνή κι υπάκουη,καλοφτιαγμένη,νέα
κι η ίδια του Έρωτα η θεά σου έπλασε το στήθος.

Όμως αν ήσουν φαγητό,όπως σ' έχω περιγράψει,
ανάλατη θα ήσουνα-θα 'φερνες αναγούλα.
Μα όχι-θεός ή διάβολος,όποιος κι αν σ' έχει πλάσει
σου έβαλε το αλάτι σου:λίγο είσαι πονηρούλα.




ΝΑ ΣΕ ΚΥΤΤΑΖΩ

Κοντά σου όταν ήμουνα έλυωνα από τον πόνο
που δε γινότανε παρά να σε κυττάζω μόνο.
Μα κι όταν έφυγα μακριά πάλι δεν ησυχάζω-
τώρα πονώ που δεν μπορώ ούτε να σε κυττάζω.





ΤΑ KΕΦΑΛΑΚΙΑ

Σαν την ψυχή νιογέννητου παιδιού πριν τη μολύνει
ούτε της πείνας τ' άγγιγμα'πριν τη λερώσει ακόμα
ο πόθος για το νιώσιμο της ρόγας μες στο στόμα
έτσι αγνά τα στήθη σου μου μοιάζουνε με κείνη.

Χαρτί που μόλις έχει βγει απ' το τυπογραφείο
λευκό,ακόμα πριν το δει ούτε ποιητή το μάτι
και να 'χει ο νους του πάνω του σκεφτεί να γράψει κάτι
τα πάλλευκα έτσι στήθη σου φαντάζουνε τα δύο.

Και σαν βουνά την όμορφη τη γη μας που στολίζουν
κι ενώ το ηφαίστιο μέσα τους ασίγαστα κοχλάζει
εν' αεράκι δροσερό τη ράχη τους δοξάζει
έτσι και κείνα καίγονται κι έτσι κι αυτά δροσίζουν.

Κι έτσι σφιχτά κι έτσι κρουστά κι έτσι σαν φιλντισένια
μόνο στου νου το τάνυσμα μπορούν να παρομοιάσουν
λίγο προτού οι ιδέες του που πάνε να τον σπάσουν
διέξοδο στα έλη της χαράς βρούνε τα τιποτένια.

Και σαν παιδιά.Σαν δυο μικρά,λαμπρά,γλυκά παιδάκια
που μια πηδούν ακράτητα και τρέχουν και 'λαφιάζουν,
μια βαριεστούν και στέκουνε κι άτονα ησυχάζουν,
και μια πεισμώνουν και γυρνούν αλλού τα κεφαλάκια.





ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ

Εβγήκα στις κορφές
που φέγγουνε λαμπρές
χαρές χρυσοντυμένες.
Τις φώναξα μ' αυτές
λες ήτανε κουφές
δεν ήρθαν οι καϋμένες.

Επήγα στη φωλιά
που στήνουν τα πουλιά
του πιο ψηλού του κλώνου.
Γεμάτη με φιλιά
εβρήκα μι' αγκαλιά
κι αυτή 'τανε του πόνου.






Η ΓΑΤΟΥΛΑ

Θα ήθελα να έχω μια γατούλα
μ' ασπρόμαυρο κεφάλι και κορμί
και μια καφφέ στο μάτι βούλα-
θα ήθελα να έχω μια γατούλα.

Το λάστιχο το σώμα να λυγίζει
και δίχως μιαν αιτία ή αφορμή
ναζιάρικα πολύ να νιαουρίζει-
το λάστιχο το σώμα να λυγίζει

Τα νύχια της να ξύνει στο πανέρι
και όπως μόνο εκείνη το μπορεί
επάνω μου να τρίβεται όπως ξέρει-
τα νύχια της να ξύνει στο πανέρι.

Τα μάτια της να λάμπουν στο σκοτάδι
και θάματα το φως τους να ιστορεί
ποτέ της να μη λέει όχι στο χάδι-
τα μάτια της να λάμπουν στο σκοτάδι.

Τα βράδια μπρος στο τζάκι να κυλιέται
αργόσυρτη,υγρή,νωχελική
και σ' άσεμνη μια στάση να κοιμιέται-
τα βράδια μπρος στο τζάκι να κυλιέται.

Θα ήθελα να έχω νια γατούλα
κι απ' όλους να την έχω μυστική'
με μια καφφέ στο μάτι βούλα
θα ήθελα να έχω μια γατούλα.




ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ

Εν' άλικο μπουκέττο θα σου στείλω
λουλούδια μ' ένα καλό μου φίλο.
κι ωραία έτσι σαν τ' αντικρύσεις
ξέρω-χιλιάδες θα τους χαρίσεις

φιλιά.Για λίγο το έκθαμβο το δείλι
ποια ειν' τα λούλουδα-ποια ειν' τα χείλη
να ξεχωρίσει δε θα μπορέσει.
Κι όταν η γλύκα πάνω τους δέσει

με βια θα σου τ' αρπάξει από τα χέρια
και θα 'χω τα φιλιά σου αιώνια ταίρια
γιατί θα μου τα βάλει σαν πεθάνω
στο μέρος της καρδιάς-στο στήθος πάνω.






ΑΝ ΕΙΧΑΝ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ

Αν είχαν τα λουλούδια-λέω,αν,
ανθρώπινα αισθήματα και πάθη
και αν κι αυτά μπορούσαν ν' αγαπάν
και στου έρωτα να χάνωνται τα βάθη'

κι αν -πάλι λέω,ήταν οι θνητοί
για τα λουλούδια ό,τ' ειν' αυτά για κείνους
και κάθε λούλουδο να περπατεί
μπορούσε με κινήσεις υπευθύνους

και ήθελ' ένας κρίνος π' αγαπά
στη ντάλια του να στείλει ανθρώπους-δώρα
ανάμεσα θα ήσουνα σ' αυτά
το δώρο τ' ομορφότερο συ Ντόρα.





ΘΕΟΙ..

Μες στου κήπου αυτού τη γλυκειαν ησυχία
με τα δέντρα τ' αγνά γίνετ' ένα το σώμα'
μπρος σ' αυτή που κερνά το νιοπότιστο χώμα
ειν' αλήθεια μικρή κάθε άλλη ευτυχία.

Το κεφάλι ακουμπά σε χρυσά πορτοκάλια
τα σταφύλια,γλυκά,με καλούν να τα γέψω
και σε κάθε μεριά τη ματιά μου αν στρέψω
βλέπω άνθη λευκά να μου γνέφουν αγάλια.

Τα κυδώνια ντυτά το χνουδάτο τους δέρμα
τα συκάκια μικρές χρυσοπράσινες στάλες
α! τη φύση απαλά την κρατώ απ' τις μασχάλες
και ψηλά την πετώ στου ηλιού της το γέρμα.

Πα' στο χώμα σωροί τα χρυσά λουλουδάκια
που δε βρίσκει μεριά να πατήσει το πόδι-
κόκκιν'.άσπρα,γκρενά,κιτρινούλια,ιώδη
απωθούν απ' το νου κάθε του έχθρα και κάκια.

Τα χεράκια τ' αβρά η γαλήνη έχει απλώσει
σε σφιχτήν αγκαλιά όλη κλειώντας την πλάση'
φορτικά η χαρά το γεμάτο της τάσι
για να πιω με καλεί κι έχει μπρος μου απιθώσει.

Α! Του ωραίου αυτού παραδείσου τα δώρα
είναι άσκοπα αφού σαν Αδάμ είμαι μόνος-
σαν νεκρό ένα πουλί ή σαν άνανθος κλώνος
παρεκτός κι αν -Θεοί!-σ' είχα δίπλα μου Ντόρα.





ΣΥ ΜΟΝΑΧΑ

Αν όταν είμαστε μαζί κάπου,λιποθυμίσεις
υπάρχουν πιθανότητες πολλές να μην ξυπνήσεις
κι ενός γιατρού τη σιγουριά ενώ θα 'χεις μαζί σου
της σιγουριάς η αίσθηση αυτή ναν' η στερνή σου.

Δε θα φροντίσω τότε εγώ για την υγειά σου διόλου
κι όλου του κόσμου η γιατρική ας πάει κατά διαόλου-
θα γείρω στο μονάκριβο που 'χω νπροστά μου θάμα
όχι με τέχνη Ασκληπιού αλλά με πάθος -άνα.

Έτσι.Αναίσθητη καθώς θα κείτεσαι στο χώμα.
Αλλ' αν μετά το θάνατο πάλι μιλά το στόμα
θα έχεις να παινεύεσαι στις φίλες σου στον Άδη
πως συ μονάχα εγνώρισες τόσο γλυκό ένα χάδι.





ΕΜΕΝΑ

Α! Ο θάνατος έπρεπε εμένα να πάρει
και όχι τον άτυχο καλό σου πατέρα.
Η τόση σου θα 'παυε τότε η χάρη
να ντύνει με σάβανο την κάθε μου μέρα

Τα τόσα σου τότε δε θα 'φταναν μύρα
στα δώματα του Άδη που θα 'μουν κλεισμένος
κι η μαύρη μου θα 'παυε τότε η μοίρα
να σπάζει επάνω μου το τόσο της μένος.

Θα πει τότε θα 'παυε ο πόνος για κάτι
που αδύνατο είναι ποτέ ν' αποκτήσω-
θα πει πως της λήθης το απρόθυμο άτι
δε θα 'χα ποτέ πάλι πια να κεντρίσω.

Α! Ο θάνατος έπρεπε να πάρει εμένα
και όχι ολοζώντανος να στέκω κοντά σου
και χίλιους θανάτους να ζω σε καθένα
μελένιο χαμόγελο ή λάγνα ματιά σου.





ΤΗ ΓΑΤΑ

Χάϊδευες με το πόδι σου τη γάτα.
Το πόδι σου γυμνό.Η γάτα ύπτια.
Τα δάχτυλά σου ανάβαν τα κροκάτα
στου ζώου τα γοργά τα καρδιοχτύπια.

Με τ' όλασπρο,αβρό,γυμνό σου πόδι
εχάϊδευες το τρίχωμα της γάτας
Το γόνυ σου λαμπύριζε σαν ρόδι
κι έτρεμε το κορμί της χρυσομάτας.

Μ' αθώες,ταχ' αδιάφορες κινήσεις
εχάϊδευες τη γάτα σου τη μαύρη.
Απόψε κι αν ανάπαψη ζητήσεις
ούτε κι εσύ ούτε και κείνη θα 'βρει.

Βελούδι σε φιλί με το βελούδι
και πες ποιο εφιλιόνταν-ποιο εφίλα
το χνούδι αγκαλιασμένο με το χνούδι-
ποιανού η πιο μεγάλη ανατριχίλα;.

Εχάϊδευες τη γάτα.Η ματιά σου
Θολή από τη θύελλα που νιώθεις
και τρέμουνε τα χείλη τ' ανοιχτά σου-
ματαία η προσοχή σου:επροδόθης.





Ο ΦΟΒΟΣ ΚΙ Η ΑΓΑΠΗ

Ο φόβος κι η αγάπη εμεγαλώνανε
μαζί' μα-τι κακό- όλο μαλώνανε.
Μαζί για λίγο μόνο έτσι ζήσανε
κι ύστερα-δε γινότανε-χωρίσανε.

Και σ' άλλα ο καθείς τους μέρη επήγανε
κι εχθροί αναμετάξυ τους εγίνανε
καθείς τους πύργο έχτισε μεγάλονε
κι ούτε ν' ακούσει ένας για τον άλλονε.

Και όποιος την αγάπη ακριβοντύνεται
αυτός να αιστανθεί φόβο δε γίνεται'
και όποιος από φόβο τρεμουρίζει
ποτέ του την αγάπη δε γνωρίζει.





ΤΑ ΠΕΝΘΗ

Κιτρίνισαν τα φύλλα της ψυχής
και δώσανε το χρώμα τους στου πόθου μου τα φύλλα
έτσι καθώς αυτός στέκεται ανεπαρκής
δίπλα στου τοίχου μου του έρμου τη μαυρίλα.

Και είμαι σίγουρος πως στο δεξί
(καθώς κυττάζω από δω) το φύλλο αυτό το σάπιο
θα 'χουν ζωϋφια σαρκοβόρα εμφανιστεί-
να! σαν να βλέπω να κουνιέται κάποιο..

Α! Πόθε μου! Σ' αγόρασα ακριβά
με πράσινο το δώμα μου το μαύρο να στολίσεις
κι έρω για μένα να ριζώσεις στα γλυκά
ματάκια της αγάπης μου όταν τη συναντήσεις.

Μα όμως με προδώσατε κι οι δυο:
και σε κει κείνην της ψυχής σας νίκησαν τα πένθη
που αγέννητα κι αχάλαστα εντός μου κλειω-
και συ μου εμαράθηκες,και κείνη δε θα έρθει.



ΚΑΜΜΙΑ

Μπροστά μου όπως καθόσουνα με τα μαλλιά λυμένα
έβλεπα τους εβένινους που εκείνα στρώναν δρόμους
και η ψυχή μου εγέμιζε χίλιες χιιάδες τρόμους:
καμμία από τις στράτες τους δεν ήτανε για μένα.




ΤΟΤΕ ΚΑΛΑ

Αν μόνο για να βλέπουνε την ομορφιά
δοθήκανε στον άνθρωπο τα μάτια
τι να τα κάνω αφού είσαι μακριά
απ' τα φωτεινά τους τα μονοπάτια..

Αν μόνο για ν' ακούν ήχους γλυκείς
τ' αυτιά έχουνε γίνει των ανθρώπων
τι να τα κάνω όταν εσύ μιλείς
σε ξένο,μακρινό μου τόπον..

Στο δέρμα μου αν πρέπει ν' ακουμπά
το βελουδένιο ευέξαπτό σου δέρμα
τι να το κάνω αν κείνο πάει αλλού
και μένουνε τα χέρια μου παντέρμα..

Αν όμως και μας δόθηκε η ζωή
για να τη δέρνει η θλίψη και ο πόνος
τότε καλά έχουνε όλα οριστεί:
εσύ μιακριά μου κι εγώ μόνος.





ΜΑΡΤΥΡΙΟ

Τόσο κοντά σου να 'μαι και να μην μπορώ
λίγο ν' αγγίξω μια σου τρίχα-ένα ρούχο..
τόσο κοντά σου να 'μαι και να μην μπορώ
λίγο να δείξω από τον έρωτα που σου 'χω..





Ο ΛΟΓΟΣ

Εχ' ορκιστεί να μην το πω
το τρυφερό το σ' αγαπώ
το λόγο θα κρατήσω
και δε θα τον πατήσω.

Σιγμ' άλφα γάμμ' άλφα ξaνά
κι αχ! η καρδιά δε σε ξεχνά'
πι και στερνά ωμέγα
κι αχ! έχω πόνο μέγα.

Αλλά το λόγο μου κρατώ
ποτέ-ποτέ δεν τον πατώ
το σ' αγαπώ τ' ωραίο
εγώ δε σου το λέω.




ΑΧΑΡΕΣ

Α! Τίποτα δε χάρηκα μέσα σ' αυτή τη ζήση!
Α! Τίποτα δεν έζησα που να 'τανε καλό!
Και δίχως μιαν αναλαμπή ο λύχνος μου θα σβύσει
κι ως τότε άχαρες,ψυχρές,τις μέρες θα περνώ.

Έτσι ως θρηνούσα κάθοντας μονάχος στο σκοτάδι
μια θύμησ' ήρθε ξαφνικά στο νου μου ριγηλή
και μου 'πε: "Ξέχασες λοιπόν αχάριστε,το βράδυ
που ένα η Ντόρα σου 'δωσε στο μάγουλο φιλί;





ΕΛΕΝΗ

Τα στάχυα υψώνονταν μεστά.
Κατάφυτος ο τόπος υποσχέσεις.
Και μ' είχες αγκαλίτσα και με χάϊδευες
και μ' είχες αγκαλιά και με φιλούσες
και προς τον τάφο οδεύαμε του Λεωνίδα
τον τάφο του Λεωνίδα του αντρείου-
τον τάφο του Λεωνίδα του άτρομου.

Και μ' αποσκέπαζες με τα φιλάκια σου
Ελένη πρωτοτάξειδη
πρωτοχαδοδονούσα-
και μ' αποσκέπαζες με τα χαδάκια σου
Ελένη τρυφεροκρατούσα.

Κινούσαμε τ' απόβραδο
βαρκάκι χάρτινο εγώ
κι εσύ λιμνούλα ήσυχη
κι εφτάναμε καράβι σιδερόφραχτο
και πέλαγος εσύ ανταριασμένο.

Κλειστό ήμουνα μπουμπούκι σαν κινούσαμε
που μέσα του οι φωνές των ασυντέλεστων προγόνων
παθιάζονταν ποια να πρωτακουστεί' και συ
λογάκια μάγια ψιθυρίζοντας
και απαλά ακραγγίζοντας κλειστές εικόνες
λουλούδι μ' έφτανες ολάνοιχτο
στον τάφο του Λεωνίδα του αντρείου-
στον τάφο του Λεωνίδα του άτρομου.

Τ' άγανα ήταν κίνδυνος'
τ' άγανα ήταν θάνατος'
τ' άγανα ήταν μήλα παραδείσια'
και συ 'σουν η Καλή
και η Αγαπημένη
και κάθε βράδυ έτσι εσφράγιζες
τις άγραφες σελίδες μου
με Έρωτα
με Θάνατο
με Τάφο
καθώς αργά οδεύαμε παρέα προς τον τάφο
του αντρείου και του άτρομου Λεωνίδα.

Και με ρωτούσες:"μ' αγαπάς;"
και τι να πω εγώ-
και τι να πει ένα τρίχρονο παιδί
χωρίς αθέλητα να προδοθεί
ότι παιδί δεν είναι...

Και μ' αποσσκέπαζες με τα φιλάκια σου
Ελένη πρωτοτάξειδη
πρωτοχαδοδονούσα'
και μ' αποσκέπαζες με τα χαδάκια σου
Ελένη τρυφεροκρατούσα.

Και τα φιλιά Ελένη και τα χ;'αδια σου
κι η αγκαλιά Ελένη η άδεια σου
ενώ κινούσαμε άψυχοι
όλο ζωή μας έφταναν στον τάφο-
τον τάφο του Λεωνίδα του αντρείου
τον τάφο του Λεωνίδα του άτρομου.

Και μ' είχες αγκαλίτσα και με χ;aϊδευες
και μ' είχες αγκαλιά και με φιλούσες..



Ο ΧΡΙΣΤΟΣ

Στο κάτασπρο το στήθος σου το ποθοπλανταγμένο
ένας σταυρός κρεμότανε με τον εσταυρωμένο.
Κι αναρωτήθηκα γιατί στους τόσους του μπελάδες
να τον παιδεύουν το Χριστό τώρα κι οι συμπληγάδες.

Μα όταν έσκυψα να δω επάνω στο σταυρό του
να 'ναι αναψοκόκκινο είδα το πρόσωπό του
κι αντί να ειναι η όψη του άφατα πονεμένη
την είδα με αγαλλίαση να 'ναιστεφανωμένη.

Τα μάτια του μισόκλειστα κι εσειόταν το κορμί του
σαν ο σεισμός να έγινε προτού από τη θανή του.
κι οι βόγγοι που εβγαίνανε απ' τα φρυγμένα χείλη
γι άλλη μιλούσανε παρά για την ουράνια πύλη.

Και μέσα κει στα στήθη σου τα παντοβόρα είδα
να 'ναι πιασμένος ο Χριστός στην ίδια την παγίδα
στην ίδια να φλογίζεται φωτιά που τον καθένα
καίει στη γη επάνω αυτήν ως έκαψε και μένα.

Για μένα ετούτος ήτανε ο πλάστης και θεός μου
κι αυτόνε ξέρω μόνο εγώ για ποιητή του κόσμου'
εκείνου εικόνα είμαστε όλοι κι ομοίωσή του
στον ίδιο σταυρωνόμαστε σταυρό κι εμείς μαζί του.

Και όρκο παίρνω πως μετά το κορμομάχημά του
λίγο πριν πάψει να χτυπά για πάντα η καρδιά του-
και όρκο παίρνω λέω ξανά-δεν είναι εικασία
πως είχε το "τετέλεσται" μιαν άλλη σημασία.





ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ

Μέσα στα χέρια μου σε πήρα
όπως τη ζήση παίρνει η μοίρα
στα σκότια μου και κρύα βύθη
ζέστα και φως τα δυο σου στήθη.

αν τρομασμένο ένα πουλάκι
έτρεμε τ' άσπρο σου κορμάκι
και πρωτοτάξειδη βαρκούλα
από μια χάθηκες τρυπούλα.


George Holiastos