Πέμπτη, Ιανουαρίου 18, 2007

Lebet blogs


Πώς χαίρεται κανείς αν βρεθεί μακριά από τον τόπο του και ακούσει να μιλάνε γι’ αυτόν;
Ακόμα πιο καθαρά. Πώς νιώθει κανείς όταν μακριά από την πόλη του βρει άνθρωπο της γειτονιάς του; Δε νιώθει καλά κι ας μην του έχει πει ποτέ ούτε καλημέρα του ανθρώπου; Όταν βλέπαμε την Εθνική του μπάσκετ να τα πηγαίνει καλά στην Ιαπωνία το καλοκαίρι δεν νιώθαμε την ανάγκη, εμείς της παραμεθορίου, ανάμεσα οδού Λαγκαδά, οδού Μοναστηρίου και ρέματος Δενδροποτάμου, να επισημάνουμε πως ο Λάζαρος Παπαδόπουλος στο παρκέ και ο Λευτέρης Κακιούσης στον πάγκο είναι από τη Σταυρούπολη κι ο Νίκος Χατζηβρέτας από τον Εύοσμο; Γειτο­νάκια και παιδιά της διπλανής πόρτας, δηλαδή.
Κάπως έτσι λοιπόν.

Συνηθίζεται να λέγεται πως το σύνολο των blogs συνιστούν ένα blog-ο-χωριό. Μερικοί μάλιστα μιλάνε για ελληνική blog-ό-σφαιρα. Μάλλον εν­νοούν ότι τα blogs αυτά γράφονται στην ελληνική γλώσσα. Πολλοί blog-εράδες και blog-ισσες μάλιστα συγκροτούν δικές τους γειτονιές, τα λένε μεταξύ τους και κάνουν πράγματα που γουστάρουν αυτοί με τον τρόπο τους χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν συμμετέχουν και στα γενικότερα πράγματα που συμβαίνουν στην ελληνική blog-ό-σφαιρα.
Κι επειδή διαδίκτυο χωρίς καταλογράφηση και αρχειοθέτηση και συμμάζεμα στο μυαλό μας και στους φακέλους του υπολογιστή μας, δεν γίνεται, ας δούμε τι τρέχει μ’ αυτούς που βρίσκουμε στο blog-ο-χωριό και χαιρόμαστε πολύ που τους βρίσκουμε εκεί. Όπως εύκολα γί­νεται αντιληπτό χωρίζονται σε δυο κατηγορίες.

Στην πρώτη είναι εκείνοι των οποίων μας αρέσουν αυτά που βάζουν να φαίνονται στις οθόνες μας, χωρίς να μας ενδιαφέρει σε ποιο σημείο της blog-ο-χώρας βρίσκεται ο υπολογιστής τον οποίο ταλαιπωρούν. Οι διευ­θύνσεις τους συνήθως φαίνονται και στα δικά μας blogs. Οι blog-ερς αρέ­σκονται να δείχνουν ποιοι τους αρέσουν. Ακόμη δεν εμφανίστηκαν links προς blogs που μας φέρνουν αναγούλα. Οι καλοί τρόποι τελικά υφίστα­νται στο blog-ο-χωριό ό,τι κι αν λένε κατά καιρούς κάποιοι.

Στη δεύτερη είναι εκείνοι των οποίων το παντζούρι, που κρύβει τον υπολογιστή στον οποίο γράφουν, φαίνεται από το μπαλκόνι μας. Τα δικά τους επιτεύγματα δεν είναι απαραίτητο να μας ενθουσιάζουν (χωρίς βέ­βαια και να αποκλείεται κάτι τέτοιο), αλλά νιώθουμε την ανάγκη να τους παρακολουθούμε όσο γίνεται. Οι δικές τους διευθύνσεις υπάρχουν κυρίως στα «Αγαπημένα» μας, για να τους βρίσκουμε εμείς εύκολα αλλά να μην το βλέπει κι όλο το blog-ο-χωριό πως τους ψάχνουμε. Εκτός πια κι αν τους γουστάρουμε πολύ οπότε τους προβιβάζουμε στην κατηγορία των συνδέ­σεων εντός του blog μας.

Σ’ αυτό το post νιώθω την ανάγκη να μιλήσω για τα blogs της γειτο­νιάς μου. Είναι λίγα, σχεδόν όλα είναι και μικρής δικτυακής ηλικίας, οπότε είναι μάλλον εύκολο να προσπαθήσει να τα περιγράψει κανείς. Δεν γνωρίζω αν είναι απαραίτητο, αλλά τι στο καλό χρειάζεται ένα ημερολό­γιο, έστω και εκτεθειμένο στο διαδίκτυο, αν δεν μπορείς εκεί να καταχω­νιάσεις κάτι που σου ήρθε να το πεις αλλά δεν ξέρεις αν αξίζει τον κόπο; Το γράφεις κι αφήνεις στο χρόνο τα υπόλοιπα.

Δεν είναι η πρώτη φορά που μου συμβαίνει. Από μια ανάλογη ανάγκη προέκυψε και ένα λεύκωμα για τα βιβλία (156 τίτλοι) των Σταυρουπολιτών συγγραφέων (35 άτομα) και αποδείχτηκε πως κάλυψε ένα κενό, όχι μόνο βιβλιογραφικό. Είναι κομμάτι της ιστορίας του τόπου, οι άνθρωποι που έγραψαν και εξέδωσαν ένα ή περισσότερα βιβλία. Και όσο περισσότερες πληροφορίες δί­νουμε για πρόσωπα ή γεγονότα που κινούνται ή συμβαίνουν δίπλα μας, τόσο πιο εύκολη θα γίνει η δουλειά εκείνου που θα θελήσει (τώρα ή στο μέλλον) να έχει σαφή εικόνα αυτής της συνοικίας της Θεσσαλονίκης. Και στον τομέα των blogs.
Η αφορμή γι’ αυτό το κείμενο είναι ο διάλογος που αναπτύχθηκε στο blog της magica για τα blogs των δημοτικών παρατάξεων.
Στη Σταυρούπολη λοιπόν, αριθμημένα με βάση την παλαιότερη ημερο­μηνία που υπάρχει στα αποθηκευμένα posts τους, υπάρχουν (ή καλύτερα ξεκίνησαν και δεν σταμάτησαν να εμφανίζονται στις οθόνες μας ακόμα) τα εξής blogs:

1. magicasland (5, Ιούνιος 2006. Υπάρχει παρελθόν που δεν φαίνεται στη νέα μορφή του blog της. Μάλλον δικαιωματικά πρώτη στη λίστα)
2. michalakis (22, Δεκέμβριος 2005. Μάλλον δεύτερος, αν κάνω λάθος συγγνώμη Αντώνη)
3. το τσαλίμι (17, Ιούνιος 2006)
4. Σταυρούπολη, πολιτισμός (13, Ιούλιος 2006)
5. κάτοικος Σταυρούπολης (22, Αύγουστος 2006)
6. Σταυρούπολη, σύγχρονη πόλη (24, Αύγουστος 2006)
7. Ανθρώπινη Σταυρούπολη (4, Σεπτέμβριος 2006)
8. ο δείμος του πολίτη (14, Σεπτέμβριος 2006)

Στην κατηγορία αυτή, με βάση το κριτήριο της ορατότητας από το μπαλκόνι μου, δεν εντάσσεται το blog Εντευκτήριο του ομώνυμου λογοτεχνικού και καλλιτεχνικού περιοδικού που εκδίδει και δι­ευθύνει ο Σταυρουπολίτης Γιώργος Κορδομενίδης. Έπρεπε όμως να βρω έναν τρόπο να το αναφέρω. Πρώτο post στις 26 Ιουνίου 2006.

Δεν θα γίνει εδώ αναφορά σε sites για τα οποία θα μπορούσε να μιλήσει κανείς με διαφορετική λογική απ’ αυτήν με την οποία μιλάει για τα blogs.
Μένω λοιπόν στα blogs και λέω τη γνώμη μου, έτσι για να την πω. Για τα blogs, όχι για τους ανθρώπους που βρίσκονται πίσω τους, τους οποίους άλλους γνωρίζω κι άλλους όχι.

magicasland

Έχει και η Σταυρούπολη τ’ αστέρια της. Η magica είναι ένα από αυτά. Με την καλή έννοια. Η δράση της στο διαδίκτυο είναι πολυσχιδής. Διατηρεί το προσωπικό της blog, έχει έναν δικτυακό τόπο, το blogspace (από τον Αύγουστο 2006), όπου μπορεί κανείς να βρει από τεχνικές συμβουλές μέχρι ειδησούλες για μικρά και μεγάλα θέματα, που αφορούν ζητήματα των blogs και όχι μόνο. Πρόσφατα (Ιανουάριος 2007), μετά την νέα πετρούλα που τάραξε τα νερά της blog-ο-λίμνης και πήρε στο βυθό της τον καθρέφτη που κοιτούσαν κάθε πρωί οι Έλληνες blog-εράδες και οι Ελληνίδες blog-ισσες, έστησε κι αυτή (μεταξύ κάποιων άλλων επιγόνων του ενός και μοναδικού έως τότε monitor) έναν aggregator κι έτσι στο διαδίκτυο τώρα πολλοί καθρέφτες δείχνουν ποιοι και πότε κρεμάνε τη μπουγάδα τους στον ήλιο.
(Ίσως αυτό είναι και μία λύση στο πρόβλημα που ανέκυψε ανάμεσα στη
miradolina και στον vrypan. Πολλά monitor-άκια στο διαδίκτυο, ώστε να χάνει τον μπούσουλα αυτός που δεν θέλει να είναι κάπου, όπου είναι και κάποιοι συγκεκριμένοι άλλοι).
Η συνολική, λοιπόν, παρουσία της magica στο διαδίκτυο είναι αυτή που την χαρακτηρίζει.
Εμένα όμως, επειδή με θέλγει η ικανότητα και η διάθεση του οποιουδήποτε ατόμου, να εκτεθεί δια της γνώμης του ή του έργου του ή των απωθημένων του ή των εσώψυχών του, ακόμη και δια των εμμονών του ή των κακιών του, με τραβάνε περισσότερο τα posts του προσωπικού της blog. Κι εκεί η magica μας αποδεικνύει, πως ακόμη κι αν δεν γνώριζε τη γλώσσα των ηλεκτρονικών κωδίκων, έχει τον κώδικα να βγάζει ψυχούλα στο γυαλί. Άλλοτε τρυφερή, άλλοτε οργισμένη, άλλοτε νοσταλγική, άλλοτε αισθαντική. Κάποτε δίκαιη, άλλοτε άδικη. Είναι προφανές πως όταν βάζεις το χέρι στη φωτιά κινδυνεύεις και να καείς. Έτσι, εκτός από φίλους στο διαδίκτυο κάνεις εύκολα και εχθρούς. Αλλά όταν καταφέρνεις να έχεις και φίλους και εχθρούς και αδιάκοπη παρουσία στο χώρο που σ’ ενδιαφέρει και υψηλό επίπεδο έκφρασης (και στην περίπτωση που συζητάμε όχι μόνο έκφρασης λόγου αλλά και εικαστικής αισθητικής) τότε έχεις βρει το μαγικό τρόπο να είσαι απαραίτητος. Κάτι θα έλλειπε χωρίς εσένα. Όχι επειδή παύει να ισχύει το «ουδείς αναντικατάστατος». Αλλά επειδή στα ανθρώπινα επιτεύγματα διακρίνεται, η χροιά εκείνη που κάνει τα φαινομενικά ίδια πράγματα, να είναι στην πραγματικότητα διαφορετικά.

michalakis

Το blog αυτό είναι μια μποτίλια στο πέλαγος. Είναι ένα μήνυμα που μένει μετέωρο και αμήχανο όσο δεν πέφτει σε χέρια που θα το διαβάσουν και θα το προσέξουν. Αν κριτήριο είναι τα σχόλια που καταγράφονται μετά από κάθε post, τότε τα μηνύματα αυτά δεν βρήκαν ακόμα το κοινό τους. Θα μπορούσε όμως να διαβάζονται από ανθρώπους που δεν νιώθουν την ανάγκη να απαντήσουν, την ματιά τους όμως την ρίχνουν. Θα μου πείτε υπάρχουν του κόσμου οι μετρητές επισκέψεων κι έτσι ο ιδιοκτήτης του blog αλλά κι ο θεατής του μπορούν να γνωρίζουν την επισκεψιμότητα στο συγκεκριμμένο blog. Επειδή όμως πιστεύω πως ούτε ο αριθμός των σχολίων, ούτε ο αριθμός των επισκεπτών είναι η κινητήρια δύναμη ενός blog, και ιδιαίτερα ενός τέτοιου blog που καταθέτει πολιτική αγωνία πριν εξακοντίσει πολιτική πρόταση (εντάξει, καμία φορά καταθέτουμε και προτάσεις όσοι δεν πετάξαμε την πολιτική τελείως έξω από τα ενδιαφέροντά μας), που καταθέτει προσωπική αγωνία για επαφή και επικοινωνία και όχι άγχος για επικοινωνιακού τύπου επαφές. Υπάρχουν στο blog του Αντώνη Μιχαλάκη οι προσωπικές στιγμές και χαίρομαι που υπάρχουν και ποιητικές ανάσες. Διακρίνεται μια τάση υποστήριξης δραστηριοτήτων που εναντιώνονται με κινηματική λογική σε ενέργειες και προθέσεις όσων κανοναρχούν την ζωή μας με νόμους και αποφάσεις. Είναι καλό για την πολιτική να υπάρχουν τέτοια άτομα που την υπηρετούν και δεν την σιχτίρισαν ακόμα, δεν είμαι σίγουρος αν είναι το ίδιο καλό και για τα άτομα τα ίδια.
Πολιτική θέση και κυρίως πολιτική αναζήτηση, προσωπικές καταθέσεις κι αποκούμπι η Τέχνη, είναι αυτά που βλέπω μέχρι στιγμής στο blog του Α. Μ. και, φυσικά, είναι νωρίς ακόμα για να προβλέψει κανείς την εξέλιξη.

το τσαλίμι

Ο υποφαινόμενος. Δεν θα με παρουσιάσω, μην ανησυχείτε. Ένα μικρό αυτοσχόλιο μόνο.

Κρατάω σαν μία από τις καλύτερες συμβουλές που μου έδωσε φίλος μου και δάσκαλός μου ποιητής, μόνο που δεν την τήρησα ποτέ μέχρι τώρα: Κράτα ημερολόγιο. Έτσι θα μάθεις πιο εύκολα να ξεχωρίζεις τα ποιήματα.
Τώρα, κοντά τριάντα χρόνια από τότε, έχω το blog. Το ταξίδι μου στη λογοτεχνία θα συνεχίσει να γίνεται πάνω στο χαρτί με τα μελάνια του τυπογραφείου. Πιο εφήμερα κείμενα, σκόρπιες εντυπώσεις από διαβάσματα ή εμπειρίες, σχόλια, εδώ.
Μεγάλο μου απωθημένο από πιτσιρικάς ήταν η έλλειψη στεκιού. Ένα καφενείο βρε αδερφέ για κουβεντολόι και μουχαμπέτι. Κάτι πολιτιστικοί σύλλογοι και κομματικές νεολαίες της μεταπολίτευσης δεν πιάνονται. Ζήλεψα πολύ κόσμο που είχε κάπου κάποιους να τον περιμένουν.
Τώρα, πιο πολλά από τριάντα χρόνια από τότε, έχω το blog. Όχι ότι σκοτώνονται να περιμένουν κάποιοι να δούνε τι έγραψα, αλλά λέμε τώρα. Η αίσθηση της παρέας υφίσταται είτε είμεθα της κατηγορίας του «ουδέν σχόλιον», είτε δεν είμεθα.

Αυτά.

Σταυρούπολη, πολιτισμός

Αυτό το blog προσπάθησε να καλύψει το κενό της ιστοσελίδας του Δήμου Σταυρούπολης, όταν οι δραστηριότητες του Γραφείου Πολιτισμού του Δήμου (συστάθηκε στις αρχές του 2005) απαιτούσαν μεγαλύτερη προβολή, ενώ υπήρχε και η –ανομολόγητη- ελπίδα να προκληθεί και κάποιος διάλογος για τα θέματα που ανέβαιναν εκεί.
Προγράμματα εκδηλώσεων και φωτογραφικό υλικό απ’ αυτές. Δεν λειτούργησε όπως σχεδιάστηκε, ενώ άδηλο είναι το μέλλον του. Πάντως, ανεξάρτητα από την προοπτική του site του Δήμου Σταυρούπολης (έχει εξασφαλιστεί, και από ό,τι ξέρω προχωράει καλά, μια γενναία χρηματοδότηση που θα κατευθυνθεί και προς αυτόν τον τομέα), μια ιδιαίτερη σελίδα με την αμφίδρομη σχέση που προσφέρουν τα blogs είναι απαραίτητη κυρίως για τα ζητήματα του πολιτισμού.

(Παρασύρθηκα σε κρίσεις και αποκαλύψεις εκ των έσω, ως φυσικός και ηθικός αυτουργός ενός εγχειρήματος που δεν το υποστήριξα όσο έπρεπε).

Κάτοικος Σταυρούπολης

Αυτό το blog-άκι θα μεγαλώσει και θα γίνει κάτι όμορφο. Ουσιαστικά είναι μία πρόσθετη υπηρεσία του ομώνυμου site το οποίο διατηρεί και εξελίσσει ένας μαθητής λυκείου. Το site απορροφά όλη την ενέργεια του ιδιοκτήτη του, ενώ το blog μοιάζει παρατημένο εδώ και μήνες. Συγκινητική η εναρκτήρια αναφορά του, στην καθηγήτριά του στο Γυμνάσιο που τους έμπασε στον κόσμο των μαθητικών περιοδικών και της πληροφορικής. Η όλη προσπάθεια είναι ένα χειροποίητο κόσμημα.
Ας μείνω σταθερός στην αρχική υπόσχεση και ας μην σχολιάσω το site. Σε άλλη ευκαιρία. Το blog πάντως τροφοδοτήθηκε με υλικό από τις καλοκαιρινές εκδηλώσεις του Δήμου Σταυρούπολης και είχε μια φρέσκια ματιά.


Σταυρούπολη, σύγχρονη πόλη

Ένα από τα δύο παραταξιακά blogs που στήθηκαν για τις δημοτικές εκλογές του 2006. Σταμάτησε γρήγορα. Στα σχόλια του προαναφερθέντος post της magica γράφονται κάποια πράγματα που δίνουν και απαντήσεις σε εύλογα ερωτήματα σχετικά με την σκοπιμότητα της ύπαρξης τέτοιων blogs και της αποτελεσματικότητάς τους.
Δεν φιλοξένησε βασικά κείμενα της παράταξης που το δημιούργησε. Ουσιαστικά σταμάτησε πριν ξεκινήσει.

Ανθρώπινη Σταυρούπολη

Η απάντηση της άλλης παράταξης που διεκδικούσε (και πήρε τελικά) τη νίκη στις δημοτικές εκλογές του 2006. Ισχύουν τα ίδια που γράφτηκαν και πιο πάνω, με μία διαφορά. Υποστηρίχτηκε λίγο περισσότερο απ’ ότι το ανταγωνιστικό του blog και φιλοξένησε κάποια πολιτικά κείμενα, έστω και ως δάνειο από έντυπα που κυκλοφόρησε η παράταξη που το δημιούργησε.
Εμφανίστηκε πρόσφατο post ως προϊόν του διαλόγου που ανέφερα πιο πάνω στο blog της magica.
Δείχνει μια διάθεση να συνεχίσει.

ο δείμος του πολίτη

Αυτό το blog του δείμου είναι μια μπουγάδα με βαριά υφάσματα. Κουρτίνες και ντιβανοσκεπάσματα όταν, στις άλλες αυλές που σεργιανίσαμε πριν φτάσουμε εδώ, τα σύρματά τους είδαμε να φιλοξενούν πουκαμισάκια και ασπρόρουχα. Πάντως πολλοί είναι αυτοί που περνάνε κι αφήνουν άλλος το μανταλάκι του, άλλος την πετσετούλα του και τον καλό του λόγο. Κι ο δείμος, καλός νοικοκύρης, στέλνει από ένα μαντηλάκι σε κάθε επισκέπτη ανταποδίδοντας.
Ο δείμος του πολίτη ασχολείται με θέματα που έχουν μεν σχέση με την επικαιρότητα αλλά μπολιάζονται με τις ακαδημαϊκές του γνώσεις και τις δοκιμιακές του επιδόσεις με τρόπο μάλλον αποτελεσματικό αν κρίνει κανείς από την υποδοχή που του επιφύλαξε το διαδίκτυο.
Σχολιάζει και προτείνει με έναν χειμαρρώδη λόγο και έναν καταιγιστικό ρυθμό μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο. Το φιλοσοφικό στίγμα του το υπερασπίζεται με ένα σθένος που δίνει την εντύπωση ότι βάλλεται από κάπου. Είναι προφανές πως, θεματικά τουλάχιστον, καλύπτει ένα κενό. Τα ερευνητικά του πονήματα τα φιλοξενεί και σε ένα δίδυμο blog (
μελέτες του δείμου του πολίτη) ενώ τα πολυσέλιδα έργα του τα προσφέρει μέσω μιας inernet-ικής αποθήκης σε όσους θέλουν να τα γνωρίσουν.
Μάχιμος ερευνητής, μάχιμος πολιτικός, μάχιμος blog-ερ.


Δεν ξέρω αν χρειάζεται αυτό το post. Ήθελα πάντως να το γράψω. Σχωρνάτε με.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 04, 2007

Μπουκίτσες έμπνευσης και ...ανόητη τρελίτσα

Αυτή η φράση του Άνεμου μου άρεσε πολύ. Δεν είναι που κατάφερε να ταιριάξει δυο λέξεις με τον ίδιο ήχο. Κατάφερε να μην χάσει τίποτε από αυτό που ήθελε να πει. Τηρουμένων των αναλογιών μου θύμισε το ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου:

Με τι συστολή
φοράς τη στολή
κι όταν την πετάς
πετάς.

Είναι το φευγαλέο πέρασμα της Τέχνης από μπροστά σου. Το ’πιασες; Έγραψες. Αφορμή όπως καταλαβαίνετε ο απαγχονισμός του Σαντάμ Χουσεϊν.



Στην ίδια λογική κινήθηκε και ο Καιρός της Ελευθεροτυπίας κινδυνεύοντας όμως να χάσει το παιχνίδισμα στην κυριολεξία.

Είχε προλάβει πάντως ο Καλαϊτζής σε ανύποπτο χρόνο (περ. Γαλέρα, Νοέμβριος 2006) και συνέδεσε -προφητικά, θαρρείς- τη δημιουργία με τον δήμιο:



Ακόμη και το σχόλιο, στην Ελευθεροτυπία πάντα, στέκεται σε κάποιο ύψος και μας δίνει να καταλάβουμε τη διαφορά του λογοπαίγνιου από την ποίηση την οποία προσέγγισε ο Άνεμος:



Έρχεται όμως φορτσάτη η -τάχαμου «δεν μασάω-όλα τα σφάζω-όλα τα χλευάζω»- σαχλαμάρα και τα ισοπεδώνει όλα. Οι τρεις λέξεις που συνδέονται με την βαρβαρότητα που καταδίκασε όλος ο κόσμος -και όχι επειδή αγάπησε τον Σαντάμ- η κρεμάλα, το όνομά του και το κινητό που μετέτρεψε την ασχήμια σε εικόνα συνέθεσαν μια φράση που προσβάλλει και δεν καταδικάζει ή απορρίπτει ή σιχτιρίζει ή ... ό,τι θέλετε. Όταν όλος ο κόσμος καταδικάζει ακριβώς αυτό, την προσβολή στον μελλοθάνατο έρχεται ο έντυπος «αντικομφορμισμός» και τον βάζει -τον κόσμο- στη θέση του.


Κρίμα κύριε Ρουμελιώτη.

Νεράιδες από κάρβουνο

Η χώρα προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της μετά τον εμφύλιο. Τα χωριά αδυνατούσαν να κρατήσουν τον κόσμο τους. Άνοιξαν οι δρόμοι για τη Γερμανία, το Βέλγιο, τη Σουηδία. Άνοιξαν όμως και δουλειές στα αστικά κέντρα. Η προσφυγική συνοικία που όριζε τη δυτική είσοδο της πόλης, γέμισε καπναποθήκες και καπνομάγαζα. Σαράντα ολόκληρα χρόνια βάστηξε η ακμή τους. Έχει λίγα χρόνια που κατάντησαν βιομηχανικά κελύφη και ενδιαφέρουν μόνο τους εργολάβους και τα μελετητικά γραφεία.

Αγροτόκοσμος μαζεύτηκε, τότε, στις παρυφές της ένδοξης πολιτείας. Ρουμάνια βαφτίστηκαν οικόπεδα από αετονύχηδες και πουλήθηκαν στους νέους κατοίκους. Κι όταν τα οικόπεδα στη χέρσα γη τελείωναν, σειρά έπαιρναν τα μπαζωμένα ρέματα. Βρήκε δουλειά και στέγη ο κόσμος και ρίζωσε. Ας ήταν και εποχιακή η δουλειά. Αρκεί που συμπλήρωναν τα ένσημα για την ασφάλεια και τη σύνταξη. Μαζί με τα χελιδόνια που έφταναν, ξεχύνονταν και οι γυναίκες κατά παρέες και πηγαινοερχόντουσαν στα καπνομάγαζα. Το μοναδικό γυμνάσιο των δυτικών συνοικιών της μεγάλης πόλης, γειτόνευε με πολλά απ’ αυτά. Οι βάρδιες συνέπιπταν και τα μεσημέρια, κυρίως, στη στάση του αστικού λεωφορείου συνωστίζονταν καπνεργάτριες και μαθητές. Αυτές δυσανασχετούσαν από τη φασαρία και από τη σβελτάδα των αγοριών που έπιαναν πρώτα τις θέσεις του λεωφορείου˙ εκείνα δυσφορούσαν από τη βαριά μυρωδιά του ακατέργαστου καπνού και τη μαζική εισβολή γυναικών στην ηλικία των μανάδων τους, καθώς αναγκάζονταν να προσέχουν τα λόγια τους. Το καλοκαίρι πλησίαζε και τα λεωφορεία έμεναν πια στην αποκλειστική χρήση των γυναικών.

Ελάχιστα παλικάρια προτιμούσαν για την καλοκαιρινή εργασία τους, τα καπνομάγαζα. Ήταν βαριά δουλειά με αυστηρό ωράριο. Χειρότερα κι από τις οικοδομές. Οι πιο καλοπερασάκηδες προτιμούσαν τα κασάκια. Έφτιαχναν τελάρα για φρούτα και πληρωνόντουσαν με το κομμάτι.

Αυτός δε δούλεψε ποτέ σε καπνομάγαζο. Τη μία και μοναδική φορά που έφτασε μέχρι την είσοδο, του ζήτησαν βιβλιάριο ενσήμων. Δεν είχε και το θεώρησε πολύ δύσκολο να βγάλει. Δεν ξαναπάτησε το πόδι του, μέχρι που μεγάλωσε. Μα και τότε δεν πήγε για δουλειά, αλλά για το κέφι του. Έβλεπε από το τζάμι του λεωφορείου, όταν επέστρεφε από το πανεπιστήμιο, μέσα από την είσοδο του μεγάλου κόκκινου καπνομάγαζου, κάτι ζωγραφιές στον τοίχο και παραξενευόταν. Όταν αποφάσισε να ικανοποιήσει την περιέργειά του, ανακάλυψε πως επρόκειτο για μοναδικά κομμάτια ζωγραφικής. Έφερναν την υπογραφή ενός από τους διασημότερους χαράκτες της χώρας και ήταν προφανώς τα μοναδικά του έργα ζωγραφικής που βρίσκονταν σε δημόσιο χώρο. Σπάνια περίπτωση. Ήταν ένα πεντάπτυχο έργο, με σκηνές από την καλλιέργεια και τη συγκομιδή του καπνού. Άρχισε να βλέπει τη συνοικία με άλλο μάτι. Σχεδόν την αγάπησε. Πώς αγαπάς ένα κουσούρι ή ένα κρυφό χάρισμα; Ποιος ξέρει τι άλλο του έκρυβε;

Η ζωγραφική ήταν η μεγάλη του αγάπη. Ευγνωμονούσε εκείνο το κορίτσι που τον πήγε βόλτα στις γκαλερί του κέντρου της πόλης, μετά από κάποιο μάθημα στο φροντιστήριο για τις εισαγωγικές στο πανεπιστήμιο. Από τότε δεν έχασε έκθεση για έκθεση. Μια από τις καλύτερες στιγμές της ζωής του ήταν όταν μπόρεσε να βοηθήσει, κι αυτός με το φίλο του ανάμεσα σε άλλους, έναν πολύ καλό ζωγράφο της πόλης να συνεχίσει να ζωγραφίζει. Το τρέμουλο στα χέρια μεγάλωνε και τα νευροφάρμακα δεν του ’καναν καλό. Ώσπου κάποιος, του πήγε ένα πανέμορφο κορίτσι για μοντέλο. Αυτό ήταν. Κανέναν δεν ενδιέφεραν πια τα κίνητρα που έκαναν το χέρι του ζωγράφου να μην τρέμει μόλις έπιανε πινέλο. Σημασία έχει πως αυτό ακριβώς συνέβαινε. Κι αυτό έπρεπε να συνεχιστεί. Τα δύο αγόρια από τη δυτική συνοικία που σπούδαζαν στο Πανεπιστήμιο και σύχναζαν στη μοναδική γκαλερί που έδειχνε τα έργα αυτού του ζωγράφου, δεν έχασαν στιγμή. Πρώτα ο γιατρός και μετά ο καθηγητής έπεισαν όλες τις φίλες και τις εξαδέλφες τους να ποζάρουν. Με το αζημίωτο. Ο ζωγράφος κρατούσε για τον εαυτό του το μολύβι και το λάδι και τους χάριζε το κάρβουνο. Αυτή η δουλειά κράτησε πολύ. Ένα τσούρμο κορίτσια από τη δυτική πλευρά της πόλης έδινε χαρά και δύναμη στο ζωγράφο και γέμιζε τα στήθη των δύο φίλων με περηφάνια.



Τότε δεν ήξεραν. Ο ζωγράφος έμενε στην ανατολική πλευρά της πόλης. Ο θάνατός του ήρθε κάποια στιγμή και τους θύμισε πως η ζωή πολλές φορές αντιγράφει τα παραμύθια. Ο οικογενειακός τάφος όπου θάφτηκε ο ζωγράφος, βρισκόταν στη συνοικία που έστησαν οι Καυκάσιοι αφού δεν άντεξαν τα έλη στα χαμηλά. Ο οικισμός των Μικρασιατών και των Θρακιωτών που καρπώθηκε το μυστήριο όνομα του μακρινού τσιφλικιού από τα χρόνια της τουρκοκρατίας, ήταν δίπλα στον πανάρχαιο δρόμο και τον, ακόμα παλιότερο, χείμαρρο. Ο οικισμός των Καυκάσιων που στήθηκε στο ύψωμα, πήρε κι αυτός όνομα τσιφλικιού -άλλου τσιφλικιού- που υπήρχε στα ίδια χώματα. Για πολλά χρόνια οι δύο οικισμοί αναφέρονταν μαζί στα κιτάπια του κράτους. Συγκρότησαν μάλιστα και κοινότητα μαζί. Κάποτε βέβαια χώρισαν, αλλά τους έδεναν πολλά. Τώρα τους δένει ένας τάφος και μερικές ζωγραφιές. Στο ύψωμα, ο τάφος. Στις ρίζες του, τα κάρβουνα με τα κοριτσίστικα κορμιά. Κι ας το ξέρουν λίγοι.

Τα καπνομάγαζα γύρω από το Ιεροσπουδαστήριο άδειασαν όλα. Διάφορες εταιρίες από το κέντρο της πόλης, άρχισαν να ενδιαφέρονται για υποκαταστήματα προς τα δυτικά. Έπρεπε να γίνει κάτι. Η παρέα του παλικαριού που αγαπούσε την ζωγραφική, μπήκε μπροστά. Έπεισε τον δήμαρχο πως έπρεπε να διεκδικήσει τα κρατικά καπνομάγαζα. Για να είναι όμως πειστικός, τον έβαλαν και νοίκιασε την έρημη καπναποθήκη που ανήκε στον όμιλο επιχειρήσεων ενός γνωστού εφοπλιστή και κίνησαν γη και ουρανό να φέρουν εκεί, την άστεγη Σχολή Καλών Τεχνών που βολόδερνε από δω κι από κει, μέσα στην πόλη. Το νόημα ήταν να δείξουν πως δεν ήτανε τζαμπατζήδες και ζήτουλες. Ήξεραν και να πληρώνουν, ήξεραν και να ζητάνε. Ετοίμασαν μια σειρά εκδηλώσεων στο χώρο της καπναποθήκης, για να γιορτάσουν τη νέα εποχή που άνοιγε για τη συνοικία. Το Ιεροσπουδαστήριο έμπαινε πια στα κονδύλια για αναπαλαίωση και αναστύλωση˙ το καπνομάγαζο του εφοπλιστή γινότανε Σχολή Καλών Τεχνών˙ και το κόκκινο καπνομάγαζο, λίγο πιο κάτω, έκρυβε πίσω από την πόρτα του, ένα τεράστιο, σε αξία και διαστάσεις, πίνακα ζωγραφικής, ενός από τους καλύτερους χαράκτες της χώρας. Αν σ’ αυτά προσθέσει κανείς και τα ψηφιδωτά στο μνημείο των Συμμαχικών Κοιμητηρίων που έγιναν από ένα φημισμένο ζευγάρι καλλιτεχνών, καταλαβαίνει πως τα μολυσμένα χώματα που τρόμαξαν τους πρώτους πρόσφυγες και τους ξένους φαντάρους της Στρατιάς της Ανατολής, καθαγιάστηκαν από το ευλογημένο χάδι της Τέχνης.
Αναζητούσαν το θέμα μιας έκθεσης που θα έδενε, συμβολικά και ουσιαστικά, την συνοικία των προσφύγων και των απόκληρων με τη νέα εποχή. Ήταν χαρούμενοι. Άλλοι απ’ αυτούς ήταν πρόσφυγες τρίτης γενιάς˙ άλλοι παιδιά της εσωτερικής μετανάστευσης από την ύπαιθρο στην πόλη˙ άλλοι, επειδή έτσι έτυχε. Όλοι όμως έψαχναν ένα κίνητρο για ν’ αγαπήσουν τη γη που τους μεγάλωνε. Έψαχναν για το δικό τους χνάρι που θ’ άφηναν στα χώματα που τυράννησαν τους δικούς τους. Και το βρήκαν στα άδεια καπνομάγαζα. Θα μπόλιαζαν τον ιδρώτα της προηγούμενης γενιάς με τα μεράκια της επόμενης. Θα μετέτρεπαν τη συνοικία των νεκροταφείων και των θαλαμάτων, σε τόπο ιερό της Τέχνης. Το παλικάρι που αγαπούσε τη ζωγραφική, σκέφτηκε αμέσως τον ζωγράφο με το τρέμουλο στο χέρι˙ με τον τάφο του στο γειτονικό ύψωμα˙ με την ψυχή του αποτυπωμένη σε κάποια σχέδια με κάρβουνο. Και το χαράκτη που ζωγράφισε για μια και μοναδική φορά και το έργο του βρίσκονταν ανάμεσα στα πόδια τους. Όλα θαρρείς πως συνωμοτούσαν για να είναι αυτά τα εγκαίνια όσο λαμπρά τα ήθελαν οι νεαροί με τις μεγάλες προσδοκίες.

Παιδιάστικα όνειρα.

Όταν βγαίνουν στο μεϊντάνι οι εργολάβοι, δεν μένει χώρος για ξωτικά κι ευαισθησίες.

Ένας αρχιτέκτονας τον προσγείωσε στην πραγματικότητα:
-Με τις αλλαγές στην χρήση των βιομηχανικών κτιρίων, την αναπαλαίωση του Ιεροσπουδαστηρίου, την παρουσία της Σχολής Καλών Τεχνών και την αξιοποίηση του στρατοπέδου, οι τιμές της γης θα εκτοξευτούν στα ύψη.
Το παλικάρι που δεν δούλεψε ποτέ σε καπνομάγαζο, που σπούδασε καθηγητής και αγαπούσε τη ζωγραφική, δεν τόλμησε να φανερώσει το μυστικό του. Δεν είχε έρθει η ώρα να βγουν οι νεράιδες του κάρβουνου από τα σπίτια των κοριτσιών. Άλλες εκδηλώσεις πρότεινε και έγιναν. Ούτε κι όταν, στη γειτονική συνοικία, έγινε μια αναδρομική έκθεση των έργων του ζωγράφου εκείνου, συμμετείχαν οι νεράιδες. Καμάρωναν στους τοίχους μερικά από τα λάδια και τα μολύβια των κοριτσιών που πουλήθηκαν σε συλλέκτες, αλλά καμιά από τις μουτζουρωμένες νεράιδες δεν εμφανίστηκε. Καμιά τους. Κάποια άλλη ευκαιρία περιμένουν για να δείξουν τα κάλλη τους. Μέχρι τότε θα γητεύουν τους μυημένους.




Υ.Γ. Το διήγημα αυτό ανήκει στη σειρά "Ιστορίες απ' τα χώματα" μέρος της οποίας δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περ. «Δυτικώς» της Θεσσαλονίκης (Άνω Ηλιούπολη), από το Μάρτιο 2001 έως το Σεπτέμβριο 2003. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι τόσο πραγματικά όσο ακριβώς και φανταστικά.
Οι νεράιδες υπάρχουν, δεν υπάρχει όμως ακόμα λόγος να φανερωθούν, γι’ αυτό και πήραν στον λαιμό τους ολόκληρο το post. Καμία εικονογράφηση. Σκέτα λόγια.
Καλή χρονιά σε όλους!